Το ότι η Τουρκία
ακολουθεί, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσία, επεκτατική
πολιτική έναντι της Ελλάδας είναι πλέον πανθομολογούμενο. Το πιστοποιούν τόσο
οι δηλώσεις όσο και οι ενέργειές της εδώ και πολλές δεκαετίες. Εξάλλου, ποτέ
δεν έκρυβε τις προθέσεις της, τις οποίες με υπομονή και επιμονή καταφέρνει
τελικά να υλοποιήσει.
Για την επίτευξη των
στόχων της, η Τουρκία χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσον, από την άσκηση
ψυχολογικής πίεσης, τους εκβιασμούς, τον εκφοβισμό και την απειλή πολέμου ως
την ωμή χρήση βίας όπως στην περίπτωση των Κωνσταντινουπολιτών και της Κύπρου.
Παράλληλα, χρησιμοποιεί κι αυτό το είδος πολέμου, που μπορούμε να
χαρακτηρίσουμε ως «υβριδικό», που στοχεύει στην άλωση των συνειδήσεων του
πληθυσμού προκειμένου να αποδεχτεί την τουρκική επικυριαρχία και, πιο
συγκεκριμένα στην περίπτωση της Ελλάδας, τη μετατροπή της σε τουρκικό
προτεκτοράτο.
Πρόκειται για έναν
τομέα, στον οποίον το τουρκικό κράτος αποδεικνύεται εξαιρετικά εφευρετικό και
αποτελεσματικό. Εξάλλου, δεν είναι απαραίτητη η εδαφική επέκταση προκειμένου να
ασκηθεί πλέον πολιτικός έλεγχος, αρκεί η υπαγωγή μιας χώρας στην επιρροή μιας
άλλης χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στους τουρκικούς στόχους δεν περιλαμβάνεται
και η απόσπαση ελληνικών εδαφών είτε μέσω κάποιας μορφής αυτονομίας στη Θράκη,
είτε μέσω της κατάληψης νησιών του Αιγαίου. Ο κίνδυνος, επίσης να περιέλθει
ολόκληρη η Κύπρος σε τουρκικό έλεγχο, παρότι αποσοβήθηκε προσωρινά μετά την
απόρριψη του Σχεδίου Ανάν το 2004, δεν έχει παρέλθει. Αντίθετα, επανέρχεται
διαρκώς υπό τη λεοντή μιας υποτιθέμενης «λύσης» του Κυπριακού κατά πώς
εξυπηρετεί τις τουρκικές επιδιώξεις με παραμονή στρατευμάτων, του καθεστώτος
των τουρκικών «εγγυήσεων» και της «πολιτικής ισότητας» των Τουρκοκυπρίων,
δηλαδή του πλήρους ελέγχου της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία.
Τα μέσα που
χρησιμοποιεί η Τουρκία προκειμένου να αυξήσει την επιρροή της στη χώρα, να
παραλύσει ουσιαστικά τις αντιστάσεις και να επιτύχει τους στόχους της είναι
ποικίλα αλλά τόσο εμφανή που θα έπρεπε ήδη να έχουν προκαλέσει τις αντίστοιχες
αντιδράσεις. Το γιατί δεν συμβαίνει αυτό σε μαζική κλίμακα είναι προς
διερεύνηση, αλλά δε θα μας απασχολήσει εδώ. Εδώ θα μας απασχολήσουν οι μορφές
που λαμβάνει ο υβριδικός πόλεμος σε βάρος της χώρας μας.
Οι μεταναστευτικές ροές χρησιμοποιούνται
από την Τουρκία ως μέσον άσκησης πίεσης προς την Ελλάδα και την Ευρώπη
γενικότερα και δεν αποτελούν αυτοτελές φαινόμενο. Ποιος πείθεται ότι ένα κράτος
σαν την Τουρκία, δεν μπορεί να ελέγξει το ποιος εγκαταλείπει παράνομα τη χώρα;
Πολύ περισσότερο, όταν πολλοί μετανάστες από την Αφρική έρχονται στην Ελλάδα
μέσω Τουρκίας στην οποία έχουν φτάσει με επιδοτούμενες πτήσεις των Τουρκικών
Αερογραμμών. Όταν η ίδια η τουρκική κυβέρνηση απειλεί ότι θα αυξήσει τις ροές
ομολογώντας κυνικά ότι η ίδια ελέγχει τη «στρόφιγγα». Όταν έχει ήδη
εξασφαλίσει, στο όνομα υποτίθεται των Σύρων προσφύγων που φιλοξενεί στο έδαφός
της, μία ζώνη, ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό, εντός του συριακού εδάφους υπό τον
δικό της στρατιωτικό έλεγχο. Η δοκιμασία των αντοχών του κρατικού μηχανισμού
και των κοινωνικών υπηρεσιών, η απασχόληση του στρατού στη διαχείριση του
μεταναστευτικού και η αποδιοργάνωση των ακριτικών νησιών, όλα αυτά αποτελούν
στόχους της Τουρκίας που εξυπηρετούν τον γενικότερο σκοπό της που δεν είναι
άλλος από την υπαγωγή της χώρας στον πλήρη έλεγχό της. Η δε μόνιμη πλέον
παρουσία ισχυρών μουσουλμανικών θυλάκων στα γειτονικά με την Τουρκία νησιά με
άμεση αναφορά, όπως η πακιστανική αλλά και οι ηττημένοι ισλαμιστές του Ιράκ και
της Συρίας, στην Τουρκία, διαμορφώνει και μία πληθυσμιακή βάση του τουρκικού
επεκτατισμού, που διαρκώς ενισχύεται.
Τα τουρκικά σίριαλ δεν είναι αθώες οριεντάλ
σαπουνόπερες με μουστακαλήδες αρσενικούς, εξευρωπαϊσμένες νεαρές και γιαγιάδες
με τη ισλαμική μαντήλα. Επιδοτούνται και στηρίζονται στοχευμένα καθώς
απευθύνονται ειδικά στα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου στρώματα σε όλα τα
Βαλκάνια προκειμένου να προβάλλουν την τουρκική κοινωνία, να εθίσουν στο
άκουσμα της τουρκικής γλώσσας και να εξοικειώσουν γενικότερα τον πληθυσμό με
την τουρκική πραγματικότητα, τόσο τη δυτικοποιημένη όσο και την παραδοσιακή.
Καλογυρισμένα και καλοπαιγμένα αναδεικνύουν πρότυπα και αξίες, στα οποία
μπορούν τα λαϊκά στρώματα να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους και να ταυτιστούν
καθιστώντας συμπαθείς τους Τούρκους, ειδικά τους άρρενες ηθοποιούς, και την
Τουρκία. Πώς να αντισταθείς στις τουρκικές επιδιώξεις όταν έχεις ερωτευτεί τον
Τζαν Γιαμάν κι ας κάνει απρεπείς χειρονομίες με φόντο την Ακρόπολη; Δε συζητάμε
βεβαίως για τους προφανείς στόχους σειρών όπως ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή εκείνη
η δήθεν αστυνομική («Εζέλ») που έχει γυριστεί στα κατεχόμενα της Κύπρου και
συνέχισε να προβάλλεται παρά τη γενική κατακραυγή.
Η τουρκική προπαγάνδα στην ελληνική
τηλεόραση είναι συγκαλυμμένη μεν αλλά επίσης ισχυρή. Είτε μέσω παραγωγών
δημοφιλών εκπομπών μαζικής αποβλάκωσης όπως το «Survivor» είτε ακόμη με τον
τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων και άλλων «ενημερωτικών» εκπομπών όπου είναι
εμφανής η προσπάθεια εξιδανίκευσης της Τουρκίας και εξοικείωσης της ελληνικής
κοινής γνώμης με την τουρκική πραγματικότητα.
Οι Τουρκικές Αερογραμμές έχουν σκανδαλωδώς
φτηνές πτήσεις γιατί προφανώς επιδοτούνται και έχουν καταστεί η πλέον
ανταγωνιστική εταιρία στην Ευρώπη. Ως χορηγός δε στο ευρωπαϊκό διασυλλογικό
πρωτάθλημα μπάσκετ έχει γίνει συνώνυμο σχεδόν του μπάσκετ στην Ευρώπη.
Μία διαχρονική ελληνική παθογένεια, οι
διακοπές και οι αγορές καταναλωτικών προϊόντων στην Τουρκία επειδή «συμφέρει»,
αποτελεί επίσης μία καλή διαφήμιση για το τουρκικό καθεστώς, που παρουσιάζεται
έτσι ως φιλόξενο και ανεκτικό. Τα ταξίδια για αναψυχή και αγορές συνοδεύονται
συνήθως από σχόλια για το πόσο φιλόξενοι και ευχάριστοι είναι οι Τούρκοι
επιχειρηματίες και επαγγελματίες του τουρισμού, λες και θα περίμενε κανείς να
πετούν τους Έλληνες τουρίστες στη θάλασσα όπως καυχώνται ότι έκαναν στους
προγόνους μας το 1922. Είναι μέγιστη αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι αυτό μπορεί
να έχει οποιαδήποτε αντανάκλαση και στο πώς βλέπουν το καθεστώς στο Αιγαίο, το
Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις γενικότερα. Ναι, είναι φτηνότερα να
πηγαίνει και να ψωνίζει κανείς στην Τουρκία όπως και στα κατεχόμενα στην Κύπρο.
Οι Έλληνες αντιστασιακοί στη δικτατορία δια στόματος της Μελίνας Μερκούρη
καλούσαν τους δημοκράτες όλου του κόσμου να μην επισκέπτονται την Ελλάδα κι
αυτό θεωρούνταν μία προοδευτική πράξη αντίστασης. Ακόμη περισσότερο τώρα που
δεν μιλάμε απλώς για ένα καθεστώς φίμωσης των ελευθεριών, φυλακίσεων, διώξεων
και βασανιστηρίων αλλά που κατέχει ελληνικό εθνικό έδαφος και απειλεί με πόλεμο
τη χώρα μας.
Όλα τα παραπάνω
αποτελούν όψεις αυτού που ονομάζουμε υβριδικό πόλεμο στο πλαίσιο των
γενικότερων τουρκικών επιδιώξεων. Το ότι δεν πρόκειται για υπερβολές ή
αποκυήματα «αντιτουρκικής» εμμονής ή φαντασίας, αποδεικνύεται και από το ότι
δεν μπορούμε να φανταστούμε ανάλογη δραστηριότητα από την πλευρά της Ελλάδας.
Ούτε τα ελληνικά σίριαλ διακινούνται με κρατική μέριμνα στη γειτονική ή σε
κάποια άλλη χώρα, ούτε επιδοτούνται αεροπορικές πτήσεις για να μεταφέρουν
χριστιανικούς ή άλλους πληθυσμούς οι οποίοι στη συνέχεια θα διοχετευτούν στη
Σμύρνη ή την Αδριανούπολη. Ούτε βέβαια, επιδοτούνται μεγάλες επιχειρήσεις για
να προχωρήσουν σε εξαγορές και μεγάλα έργα στην Τουρκία. Το αλησμόνητο
εγχείρημα της Εθνικής Τράπεζας με την εξαγορά τουρκικής τράπεζας, δεν μπορεί να
ενταχθεί σε μία τέτοια οργανωμένη επιθετική πολιτική.
Όλα αυτά, παράλληλα με
τις εξαγορές λιμανιών, σπιτιών, επιχειρήσεων κ.λp., (τελευταία μάθαμε και για
την ιδιαίτερα δελεαστική προσφορά τουρκικού κατασκευαστικού ομίλου για το νέο γήπεδο του… ΠΑΟΚ, κάτι που θα έχει ιδιαίτερη
συμβολική σημασία για μία δημοφιλή και μάλιστα προσφυγική ομάδα) λειτουργούν
επικουρικά και ενισχυτικά εξυπηρετώντας το όραμα της ανασύστασης της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας στο κενό που αφήνουν οι ανταγωνισμοί των δυτικών δυνάμεων και η
δική μας ολιγωρία και αδιαφορία.
Η συνειδητή και
συστηματική απόρριψη κάθε μορφής τουρκικής επιρροής στη χώρα μας αποτελεί
καθήκον πατριωτικό, δημοκρατικό, ατομικό και συλλογικό. Αποτελεί επίσης, πράξη
αντίστασης και αλληλεγγύης στους λαούς που αγωνίζονται ενάντια στο τουρκικό
φασιστικό κράτος. Αποτελεί, τέλος, πράξη αυτοσεβασμού και μέτρο της
συνειδητοποίησης εκ μέρους μας της κρισιμότητας της κατάστασης.
Tου Τάσου Χατζηαναστασίου*
* Δρ Ιστορίας,
εκπαιδευτικός
Πηγή: ardin-rixi.gr
0 Σχόλια