“Τελευταίος Σταθμός” του Γιώργου Σεφέρη.

“Τελευταίος Σταθμός” του Γιώργου Σεφέρη.




Τελευταίος Σταθμός
Γιώργος Σεφέρης
(1900-1971)



Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας

και βγάζεις άλλα νοήματα κι’ άλλες ελπίδες,

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω

λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη.

νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση

ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων

βαρειά μια νάρκη.

Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία.

το κρατίδιο

της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι

πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια

κι’ έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες

χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,

ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

καθένας κι’ ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι’ αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι’ αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν.

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες.

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι’ αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι’ η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.

Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια