Η βραδιά
παρά την ευγενή
θερμοκρασία της
έσπρωχνε τον Οκτώβρη
βιαστικά
προς το τέλος του.
Κάθονταν κι άλλοι έξω
δειλοί
του καθενός ο φόβος
εύκολα δεν αποχωρίζεται
το χλιαρό εκείνο
προεόρτιο του δριμέος
ιδού κι εγώ παρέκαμπτα
το βορινό σου κλίμα
με καλοκαιρινή σχεδόν
αντιμετώπιση.
Μήπως κρυώνεις;
Όχι εν θερμώ σχολιάζαμε
πόσο κατάμαυρη
ζωγράφιζε τη θάλασσα
η έλλειψη των άστρων
η πορτοκαλάδα σου
καθότανε
μακριά από τον καφέ μου
και ολωσδιόλου ασύνδετα
είπες εσύ χαμηλόφωνα
η αγάπη πεθαίνει πριν
προλάβει να γεράσει
δεν καλοάκουσα
τράβηξες κοντά μου την
καρέκλα σου
τόσο βίαια που το
σιδερένιο πόδι της
σφηνώθηκε στη σκέψη του
ποδιού μου
κι άστραψε ένας πόνος
ύποπτος
εξώκοσμος ευφραντικά
κενός
φανερό
πως μου είχες στάξει
εσύ Θεέ
από ψηλά από κρυφά και
απαγορευμένα
εμπαιγμό στον καφέ μου.
(Από την ποιητική
συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»)
0 Σχόλια