«Τὰ χελιδόνια μου»
Δὲ σᾶς γνωρίζω ἐφέτος
καημένα χελιδόνια μου
πετᾶτε ἄραγε ὅπως ἄλλοτε
ἢ μήπως σὲ ρόδες πάνω νὰ
κυλᾶτε
ὅμως τὸ μάτι σας γιατί ἔτσι
μεγάλωσε
τεράστιο
τεράστιο καὶ πορφυρὸ
μονάχα ὁ οὐρανὸς σᾶς ἔχει
ἀπομείνει
μὰ νά ῾ναι γιὰ σᾶς τώρα
Οὐρανός;
Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη
Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη
τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν
κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα
μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ
αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ
πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ
σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα
πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ
μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ
σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ
σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ
γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ
κορμί της
**
«ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ»
Ἔρχεται φέτος
κουρασμένη
ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα
χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι
στὶς γωνιὲς τὴν
παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.
Αὐτὴ ὅμως
μὲ κρότο
ἀνάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ
ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς
στραβώσει.
***
0 Σχόλια