Giotto - Raising of
Lazarus
Για τον ένα, λοιπόν και
για τον άλλο,/
χρειάστηκε αυτό. Γιατί,
σημάδια, βλέπεις,
που να φωνάζουν μόνα τους, χρειαζόνταν./
Μα, ονειρευόταν, οι
Μαρίες και οι Μάρθες
θα ‘πρεπε ν’ αρκεστούν
και να εννοήσουν,/
ότι μπορούσε. Μα δεν το
πίστευαν,
κι όλοι έλεγαν: Τι
έρχεσαι, Κύριε, τώρα;/
Και, τότε, πήγε, το
Απαγορευμένο
να πράξει στην
ειρηνεμένη φύση:/
Καταγαναχτισμένος. Για
τον τάφο, ρώτησε,
με κλειστά, σχεδόν, τα
μάτια,/
Πονούσε. Πώς κυλούσαν
τα δάκρυά του,
τους φάνηκε, και
σπρώχνονταν κοντά του/
γιομάτοι περιέργεια. Μα
ως και ο δρόμος
του ‘ταν πολύς και,
εκείνο, του φαινόταν/
σαν πείραμα, που με τη
φρίκη παίζει, -
και μια αψηλή φωτιά
ξέσπασεν, αίφνης,/
μέσα του – τέτοια
αντίρρηση, για κάθε
μια διάκριση που κάνουν
για τη ζωή τους/
ή για το θάνατό τους,
ώστε, εκείνη
η αντίρρηση, για κάθε
ζυγό, εγίνη/
μόνο έχθρα, τη στιγμή,
που, βραχνιασμένα,
τους πρόσταζε: Κυλήστε
την πέτρα!/
Πώς θα βρόμαγε πια
(γιατί, η τετάρτη
μέρα ήταν) μια φωνή
‘πε, – όμως εκείνος,/
παιδεμένος στεκόταν, κι
ήταν, όλος,
γιομάτος απ’ την
κίνησην εκείνη,/
που μέσα του υψωνόταν,
και βαρύ,
πολύ βαρύ, του ανύψωνε
το χέρι -/
(ποτέ πιο αργά ένα χέρι
δεν υψώθη
κι ούτε θα υψωθεί πια,
απ’ το χέρι εκείνο),/
ώσπου λάμποντας, στάθηκε
στον αέρα
και, πάνω, κει,
σύρθηκεν ως τα νύχια:/
τώρα, τον πήρε η φρίκη,
τι, θα θέλαν
όλοι οι νεκροί, από τον
απομυζημένο/
τάφο, να ρθούνε πίσω,
ξεπετώντας
σάμπως νύμφες εντόμων,
απ’ το στρώμα/
της οριζόντιας θέσης
τους – μα Κάτι
μόνο, ύστερα, λοξά στη
μέρα, εστάθη,/
κ’ είδαν, πως η
ακαθόριστη κι αβέβαιη ζωή,
στην αγορά το πήρε
πάλι.
(Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα,
εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, μτφ. Άρη Δικταίου)
Πηγή:
itzikas.wordpress.com
0 Σχόλια