Eυτυχώς δεν τα
«προτιμά», αλλά υπήρξαν και κάποιες εξαιρέσεις. Τι δείχνει η διεθνής εμπειρία
και πώς πάνε τα εγχώρια περιστατικά
Τσώλη Θεοδώρα
Νέος κορωνοϊός και
παιδιά. Πόσο αυτός ο σαρωτικός ιός, που έχει αλλάξει άρδην το παρόν μας,
απειλεί το μέλλον του κόσμου μας; Διαβάζουμε, βλέπουμε και ακούμε ότι (ευτυχώς)
ο SARS-CoV-2 γενικώς φέρεται… ευγενικά στις μικρές ηλικίες, με βάση τα μέχρι
στιγμής στοιχεία. Την ίδια στιγμή διαβάζουμε, βλέπουμε και ακούμε για θάνατο
βρέφους στις ΗΠΑ, για θάνατο μιας 16χρονης Γαλλίδας, ενός 14χρονου αγοριού στην
Πορτογαλία καθώς και ενός 12χρονου κοριτσιού στο Βέλγιο (το οποίο ήταν και το νεαρότερο
θύμα του ιού στην Ευρώπη μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές)
εξαιτίας του πανδημικού ιού. Είναι περιστατικά σαν και αυτά μεμονωμένα; Τα
παιδιά είναι πράγματι πιο προστατευμένα απέναντι στον νέο ιό και γιατί; Πόσο
μεταδοτικά είναι και πόσα από αυτά είναι ασυμπτωματικά; Πόσο πιθανό είναι μια
έγκυος να «κληροδοτήσει» τον ιό στο έμβρυό της ή πόσος κίνδυνος μετάδοσης του
ιού υπάρχει μέσω του θηλασμού; Σε σημαντικά ερωτήματα σαν και αυτά που
απασχολούν όλους τους γονείς προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σήμερα «Το Βήμα», με
βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα καθώς και έγκριτους ειδικούς. Διότι ο
νέος ιός που μπήκε στη ζωή μας μοιάζει με τον κακό «μάγο» στα παιδικά παραμύθια
που μόνο με τη γνώση και την προσπάθεια όλων θα εξολοθρευτεί.
Στοιχεία
άκρως ενθαρρυντικά
Τα μέχρι στιγμής
στοιχεία για τον SARS-CoV-2 και τα παιδιά είναι άκρως ενθαρρυντικά, αναφέρει
στο «Βήμα» ο κ. Θεοκλής Ζαούτης, καθηγητής Παιδιατρικής – Λοιμωξιολογίας και
Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια στις ΗΠΑ
και μέλος της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτακτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από
Λοιμογόνους Παράγοντες του υπουργείου Υγείας στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση
του νέου κορωνοϊού. «Τα πρώτα συστηματικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας
προέρχονται από την Κίνα. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο «Pediatrics»
και αφορούσε στοιχεία τα οποία κάλυπταν την περίοδο από την αρχή της επιδημίας
τον περασμένο Δεκέμβριο ως τις 8 Φεβρουαρίου – η συγκεκριμένη καταγραφή
αποτελεί τη μεγαλύτερη σχετική εμπειρία που έχουμε για τον νέο κορωνοϊό στις
μικρές ηλικίες -, κατεγράφησαν 731 επιβεβαιωμένα κρούσματα σε παιδιά, αριθμός
που αντιστοιχούσε στο 2% επί του συνόλου των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. Στη
μελέτη κατεγράφη ένας μόνο θάνατος σε έφηβο».
Η άλλη πρόσφατη
καταγεγραμμένη επίσημη αναφορά (στοιχεία ως τις 18 Μαρτίου) που έχουμε για τον
ιό στα παιδιά προέρχεται από τα αμερικανικά Κέντρα για την Πρόληψη και τον
Ελεγχο Νοσημάτων (CDC), σημειώνει ο κ. Ζαούτης. Σύμφωνα με αυτή, στις ΗΠΑ
υπήρξαν 123 κρούσματα σε παιδιά ηλικίας 0-19 ετών, εκ των οποίων μόνο το 2%
χρειάστηκε νοσηλεία. «Το ποσοστό αυτό επιβεβαιώνει όλα όσα αναφέρονται σχετικά
με το ότι τα παιδιά σε γενικό πλαίσιο εμφανίζουν ήπια νόσο. Μάλιστα κανένα από
αυτά τα παιδιά δεν χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας
(ΜΕΘ), ενώ δεν υπήρξε και κανένας θάνατος». Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, όπως
επισημαίνει ο καθηγητής, δεν έχουμε ακόμη στα χέρια μας συγκεκριμένες
αναλυτικές μελέτες για τον παιδικό πληθυσμό και τον SARS-CoV-2.
Ασυμπτωματικοί φορείς το 15%
Για ποιον λόγο τα
παιδιά φαίνεται να μη νοσούν τόσο βαριά εξαιτίας του νέου κορωνοϊού;
«Διεξάγονται πολλές μελέτες και υπάρχουν διάφορες υποθέσεις για το θέμα. Το
ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών μοιάζει να αντιδρά διαφορετικά σε σύγκριση με
αυτό των ενηλίκων. Ο υποδοχέας του ιού στον πνεύμονά τους μπορεί να μην έχει
την ειδικότητα που έχει στους ενηλίκους. Επίσης το ανοσοποιητικό σύστημα των
ενηλίκων εξασθενεί με τα χρόνια, γι’ αυτό και βλέπουμε την κλίμακα σοβαρής
νόσησης και θανάτων να ανεβαίνει με την ηλικία -, οι εξηντάχρονοι κινδυνεύουν
περισσότερο από τους πενηντάχρονους, οι εβδομηντάχρονοι περισσότερο από τους
εξηντάχρονους κ.ο.κ. Επίσης τα παιδιά δεν έχουν γενικώς τόσα υποκείμενα
νοσήματα όσα οι ενήλικοι».
Ενα άλλο σημαντικό
δεδομένο, σύμφωνα με τον κ. Ζαούτη, το οποίο προέρχεται και πάλι από την Κίνα,
είναι ότι το 15% των παιδιών που διαγνώστηκαν με τον νέο κορωνοϊό ήταν
ασυμπτωματικά. «Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει, κατά τη γνώμη μου, την ορθότητα
του μέτρου που λάβαμε νωρίς στην Ελλάδα για κλείσιμο των σχολείων. Ενα τέτοιο
ποσοστό δείχνει πόσο εύκολα τα παιδιά μπορούν, χωρίς να εμφανίζουν συμπτώματα,
να αποτελέσουν μια σημαντική πηγή μετάδοσης του ιού και ειδικά σε ευάλωτες
ομάδες όπως οι ηλικιωμένοι. Πιθανώς μάλιστα να υποτιμούμε την εξάπλωση του ιού
στα παιδιά λόγω της ασυμπτωματικής εκδήλωσης της νόσου σε αυτά, αλλά και
εξαιτίας του σχετικά μικρού αριθμού διαγνωστικών τεστ που διεξάγονται».
Μεταδοτικότητα λόγω απειρίας
Πράγματι τα παιδιά
είναι εξίσου μεταδοτικά με τους ενηλίκους, ίσως και περισσότερο, υπό την έννοια
του ότι δεν μπορούν, ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες, να τηρήσουν τόσο καλά
βασικούς κανόνες ατομικής υγιεινής, αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Νικόλαος Σπυρίδης,
επίκουρος καθηγητής Παιδιατρικής – Λοιμωξιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) στη Β’ Πανεπιστημιακή Κλινική του Νοσοκομείου
Παίδων «Π. & Α. Κυριακού». «Τα παιδιά δεν μπορούν να ακολουθήσουν τόσο καλά
οδηγίες, όπως το ότι πρέπει να πλένουμε σχολαστικά τα χέρια μας, να μην
αγγίζουμε το πρόσωπό μας, να φτερνιζόμαστε ή να βήχουμε στο εσωτερικό του
αγκώνα μας. Επίσης, τα μικρά παιδιά βρίσκονται συνεχώς στην αγκαλιά των γονέων.
Αρα εξ ορισμού είναι πιο μεταδοτικά. Συγχρόνως μολύνονται με τον ιό εξίσου
εύκολα με τους ενηλίκους. Η μόνη διαφορά που βλέπουμε ως τώρα αφορά τον τρόπο
με τον οποίο εξελίσσεται σε αυτά η νόσος σε σύγκριση με τα ενήλικα άτομα».
Τα περισσότερα παιδιά
που νοσούν με SARS-CoV-2 εμφανίζουν ήπια συμπτωματολογία. Τι σημαίνει αυτό στην
πράξη; ρωτήσαμε τον κ. Σπυρίδη. «Πρόκειται για συμπτώματα που προσομοιάζουν με
εκείνα μιας κοινής ίωσης. Λίγος πυρετός που μπορεί να διαρκέσει ακόμη και μόνο
για ένα 24ωρο, ήπιος πόνος στην κοιλιά, ελαφρύς πονοκέφαλος, βήχας, πονόλαιμος,
μπούκωμα στη μύτη. Συνολικά η οξεία φάση μπορεί να διαρκέσει ένα τριήμερο, αλλά
είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι και μετά την οξεία φάση τα παιδιά συνεχίζουν
να μεταδίδουν τον ιό. Η αντιμετώπιση γίνεται μόνο με αντιπυρετικά».
Σε ό,τι αφορά τα
ασυμπτωματικά παιδιατρικά κρούσματα του νέου κορωνοϊού, ο κ. Σπυρίδης τονίζει
ότι «για να είμαστε σίγουροι σχετικά με το ποσοστό τους θα χρειαζόταν ευρύ
screening στον πληθυσμό, το οποίο θα ήταν πολύ χρήσιμο – ωστόσο υπάρχει
αδυναμία πολλών κρατών για μαζικούς ελέγχους. Αυτό που υποπτευόμαστε, πάντως,
είναι ότι υπάρχουν πολλά παιδιά στην κοινότητα τα οποία μολύνθηκαν με
SARS-CoV-2 και έχουν διαφύγει από το ραντάρ μας».
Πιο
ευάλωτα είναι τα βρέφη
Σχετικά με τη βαρύτητα
της νόσου ανάλογα με τις ηλικίες, στοιχεία και από την Κίνα δείχνουν ότι τα πιο
ευάλωτα είναι είτε τα παιδιά κάτω του ενός έτους, είτε τα παιδιά στην
προεφηβεία και στην εφηβεία. «Οι έφηβοι είναι πιθανόν να έχουν ανοσολογική
απόκριση στη λοίμωξη η οποία προσομοιάζει με αυτή των ενηλίκων. Η υποψία που
έχουμε είναι ότι αυτό συμβαίνει επειδή ο ιός έχει την τάση να προσδένεται σε συγκεκριμένους
υποδοχείς του αναπνευστικού συστήματος – υποδοχείς ACE2 -, οι οποίοι στα
μικρότερα παιδιά δεν είναι καλά ανεπτυγμένοι, με αποτέλεσμα ο ιός να μην μπορεί
να τους «δει» και τελικώς να μην είναι σε θέση να προσδεθεί τόσο εύκολα σε
αυτούς ώστε να βρει την «πόρτα» για να διεισδύσει στα κύτταρα. Αντιθέτως στα
μεγαλύτερα παιδιά, που έχουν πιθανώς πιο ανεπτυγμένους αυτούς τους υποδοχείς, ο
ιός μπορεί να προσδεθεί ευκολότερα και να προκαλέσει μια μεγαλύτερη γκάμα
συμπτωμάτων. Σε ό,τι αφορά τα βρέφη, αυτά θεωρούνται υψηλού κινδύνου εξαιτίας
της φυσικής τους ανοσοανεπάρκειας, του πολύ ανώριμου ανοσοποιητικού συστήματός
τους» εξηγεί ο κ. Σπυρίδης.
Εχει εκφραστεί και η
θεωρία, σχετικά με τα παιδιά κυρίως νηπιακής ηλικίας, ότι μπορεί να εμφανίζουν
έστω και μερική ανοσία στον νέο κορωνοϊό εξαιτίας του ότι έχουν εκτεθεί σε
«συγγενείς» του κορωνοϊούς οι οποίοι προκαλούν ιώσεις στον πληθυσμό (σημειώνεται
ότι επτά διαφορετικά στελέχη κορωνοϊού είναι γνωστό ότι μπορούν να προσβάλουν
τον άνθρωπο). «Μια τέτοια θεωρία δεν είναι αβάσιμη» απαντά ο κ. Σπυρίδης. «Η
οικογένεια των κορωνοϊών είναι μεγάλη. Ετσι παιδιά προσχολικής ηλικίας που
έρχονται σε επαφή με πολλούς κορωνοϊούς ίσως να εμφανίζουν μια ήπιας μορφής
ανοσία ενάντια και στον νέο κορωνοϊό. Ωστόσο, όλα αυτά μένει να αποδειχτούν,
όπως και πολλά άλλα για τον συγκεκριμένο ιό που μας είναι άγνωστα. Τα πάντα
είναι ρευστά, νέες μελέτες τρέχουν συνεχώς και η γνώση μας για τον SARS-CoV-2
μέρα με τη μέρα αλλάζει».
Ελπίδα και
προσπάθεια
Με τη γνώση που έχουμε
ως τώρα λοιπόν, μέσα σε αυτή τη ρευστή κατάσταση στην οποία ζούμε, να
περιμένουμε ότι ο νέος ιός θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται με… αβρότητα στα
παιδιά; Κατά τον επίκουρο καθηγητή του ΕΚΠΑ, «ως φαίνεται, η τρέχουσα επιδημία
θα είναι σχετικώς ήπια για τα παιδιά. Πάντα βέβαια υπάρχει ο φόβος των
μεταλλάξεων – ήδη ο ιός έχει υποστεί αρκετές μικρομεταλλάξεις, σύμφωνα με τα
στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, αλλά όχι προς το παρόν τέτοιες που να τον
κάνουν να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Και πάντα υπάρχει η ανησυχία σχετικά με το
πώς θα συμπεριφερθεί ο SARS-CoV-2 όταν θα έχει πλέον προσβάλει μεγάλο μέρος του
ενήλικου πληθυσμού. Μήπως τότε στραφεί προς άλλες ευάλωτες ομάδες όπως τα
παιδιά; Ολα αυτά τα παρακολουθούμε στενά και αναμένουμε τις εξελίξεις».
Καθώς η πανδημία έχει
αλλάξει τις ζωές όλων μας, ποια είναι η συμβουλή που δίνει ο κ. Ζαούτης στους
γονείς, οι οποίοι ήδη βλέπουν να συντελείται μια «παιδική επανάσταση» εντός των
σπιτιών λόγω του εγκλεισμού; «Καταλαβαίνουμε ότι είναι δύσκολο, αλλά η συμβουλή
για την προστασία μικρών και μεγάλων είναι το «Μένουμε σπίτι»».
Και ποια είναι η ελπίδα
μας, κατά τον κ. Σπυρίδη; «Δεν πιστεύω ότι αυτό που αρκετοί αναμένουν, ύφεση
δηλαδή της επιδημίας λόγω του καλού καιρού, θα παίξει τόσο σημαντικό ρόλο. Οι
βασικές ελπίδες μας για να νικήσουμε τον ιογενή «εχθρό» εναποτίθενται στις
κατάλληλες θεραπείες και στην ανάπτυξη εμβολίου. Θεραπείες πιστεύουμε ότι θα
έχουμε ταχύτερα στα χέρια μας, καθώς η ανάπτυξη και η δοκιμή ενός
αποτελεσματικού και ασφαλούς εμβολίου απαιτούν πολύ χρόνο. Μάλιστα, σε ό,τι
αφορά τα παιδιά, γίνονται κινήσεις για ένταξή τους σε μελέτες σχετικά με
πειραματικές θεραπείες – βρισκόμαστε και εμείς στην Ελλάδα σε επαφή με
βρετανούς συναδέλφους για το συγκεκριμένο θέμα – ώστε να έχουμε καλύτερη εικόνα
για την απόκρισή τους σε αυτές. Εκτιμώ πάντως ότι η διαδικασία ώστε να πούμε
ότι τελειώσαμε με τον συγκεκριμένο ιό μπορεί να διαρκέσει ως και δύο χρόνια».
Το βασικότερο είναι όλα
να τελειώσουν – όταν θα έρθει η ώρα να τελειώσουν – με τις μικρότερες δυνατές
απώλειες. Και η επιστήμη τρέχει πραγματικά σε μια κούρσα χωρίς προηγούμενο ώστε
το τέλος να έρθει όσο πιο γρήγορα γίνεται και να είναι παράλληλα όσο πιο «happy
end» γίνεται για τον παγκόσμιο πληθυσμό – και βέβαια για τα παιδιά που
λατρεύουν τα «happy ends»…
Πόσο συχνή
είναι η μετάδοση από την έγκυο
Πρόσφατη μελέτη από την
Κίνα, η οποία δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «JAMA» και αφορούσε 33
νεογέννητα που γεννήθηκαν από μητέρες με COVID-19, έδειξε ότι μωρά που
διαγνώστηκαν με τη νόσο μετά τη γέννησή τους εμφάνισαν σε γενικό πλαίσιο ήπια
συμπτώματα και είχαν καλή έκβαση. Από τα 33 νεογέννητα, 3 (9%) παρουσίασαν
συμπτώματα. Το ένα βρέφος εμφάνισε πυρετό τη δεύτερη ημέρα γέννησης και τελικώς
πνευμονία, το δεύτερο εμφάνισε πυρετό αμέσως μετά τη γέννηση και η ακτινογραφία
έδειξε επίσης πνευμονία, ενώ το τρίτο βρέφος εμφάνισε και εκείνο πυρετό αλλά
είχε συγχρόνως σηψαιμία λόγω βακτηρίου και τελικώς δεν διευκρινίστηκε αν η νόσησή
του οφειλόταν στον κορωνοϊό ή σε άλλη αιτία.
«Με δεδομένα τα πολύ
αυστηρά μέτρα πρόληψης και ελέγχου που ελήφθησαν κατά τη διαδικασία της γέννας,
είναι πιθανό η πηγή της μετάδοσης στα παιδιά αυτά να ήταν η μητέρα» σημειώνεται
στη μελέτη. Προστίθεται ότι στοιχεία δύο προηγούμενων μελετών είχαν δείξει πως
δεν υπήρχαν κλινικά ευρήματα που να μαρτυρούν κάθετη μετάδοση από τη μητέρα στο
έμβρυο – όλα τα δείγματα, συμπεριλαμβανομένων του αμνιακού υγρού, του αίματος
του ομφάλιου λώρου και του μητρικού γάλακτος που ελέγχθηκαν για SARS-CoV-2 ήταν
αρνητικά. Ωστόσο στη συγκεκριμένη μελέτη αναφέρεται ότι στο δείγμα που
εξετάστηκε «δεν μπορεί να αποκλειστεί η κάθετη μετάδοση. Ετσι, είναι ζωτικής
σημασίας ο έλεγχος των εγκύων και η υιοθέτηση αυστηρών μέτρων για τον έλεγχο
των λοιμώξεων, η καραντίνα των εγκύων που έχουν μολυνθεί με τον ιό και η
αυστηρή παρακολούθηση των νεογέννητων που κινδυνεύουν από COVID-19».
Τα στοιχεία αυτά
μαρτυρούν πάντως, σύμφωνα με τον κ. Ζαούτη, ότι σε γενικό πλαίσιο η κάθετη
μετάδοση είναι πολύ σπάνια. Για ποιον λόγο; «Η κάθετη μετάδοση συνήθως αφορά
ιούς που κυκλοφορούν στο αίμα της μητέρας και περνούν διαπλακουντιακά στο
έμβρυό της. Ο συγκεκριμένος ιός είναι αναπνευστικός. Πιθανώς λοιπόν η μετάδοση
σε αυτά τα λίγα βρέφη που νοσούν αμέσως μετά τη γέννησή τους να γίνεται μέσω
της αναπνευστικής οδού, ίσως κατά τη στιγμή του τοκετού ή μετά από αυτόν».
Πολύς λόγος έχει γίνει
για το αν πρέπει οι μητέρες με COVID-19 να θηλάζουν. Ο κ. Σπυρίδης αναφέρει ότι
«η οδηγία από τους ειδικούς στη Μαιευτική – Γυναικολογία είναι ότι θα ήταν καλό
να αποφεύγεται ο θηλασμός τις πρώτες μία με δύο εβδομάδες από τη γέννηση του
παιδιού. Θεωρητικώς πάντως μια μητέρα που έχει μολυνθεί με τον ιό θα μπορούσε
να θηλάσει λαμβάνοντας άκρως αυστηρά μέτρα προστασίας. Το πρόβλημα είναι ότι ο
συγκεκριμένος ιός έχει πάρα πολύ μεγάλη μεταδοτικότητα – ακόμη και άνθρωποι που
έχουν τηρήσει σχολαστικότατα τα μέτρα ατομικής υγιεινής έχουν νοσήσει. Το
«κλειδί» είναι κατά πόσο μπορούν να τηρηθούν ευλαβικά αυστηρότατα μέτρα
ατομικής υγιεινής ώστε να μην μεταδοθεί ο ιός από τη μητέρα στο βρέφος της».
Πως
αντιμετωπίστηκαν δυο παιδιατρικά κρούσματα
Ο κ. Σπυρίδης έχει ήδη
αντιμετωπίσει μαζί με την υπόλοιπη ομάδα της Β’ Πανεπιστημιακής Κλινικής του
Νοσοκομείου Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» δύο περιστατικά παιδιών με COVID-19
που χρειάστηκαν νοσηλεία και η μαρτυρία του είναι σημαντική: «Το ένα ήταν
βρέφος μόλις 35 ημερών, ενώ το δεύτερο ήταν ένα 15χρονο κορίτσι. Και στις δύο
περιπτώσεις η έκβαση ήταν πολύ καλή – μάλιστα το βρέφος είχε ταχύτερη ανάρρωση
από το έφηβο κορίτσι. Και τα δύο παιδιά νοσηλεύτηκαν σε θαλάμους αρνητικής
πίεσης – το «Π. & Α. Κυριακού» διαθέτει συνολικά τέσσερις τέτοιους θαλάμους
– και δεν χρειάστηκε η εισαγωγή τους σε ΜΕΘ. Υστερα από μερικές ημέρες
νοσηλείας μεταφέρθηκαν στο σπίτι για να συνεχιστεί η ανάρρωσή τους με σαφείς
οδηγίες προς τους γονείς, με τους οποίους είμαστε σε καθημερινή επικοινωνία
ώστε να ενημερωνόμαστε για την πορεία της υγείας των τέκνων τους». Τι θεραπείες
έλαβαν τα παιδιά στη χώρα μας; «Η περίπτωση του βρέφους μάς προβλημάτισε καθώς
αποτελεί ομάδα υψηλού κινδύνου για επιπλοκές – γενικώς τα παιδιά κάτω του έτους
λόγω του πολύ ανώριμου ανοσοποιητικού συστήματός τους θεωρούνται ευάλωτα στον
ιό. Ελαβε θεραπεία με υδροξυχλωροκίνη ,την οποία ανέχθηκε πολύ καλά και είχε
άριστη έκβαση. Το μεγαλύτερο παιδί έλαβε ένα κοινό αντιβιοτικό στο πλαίσιο
αποφυγής μιας δευτερογενούς βακτηριακής λοίμωξης – δεν έλαβε ειδική θεραπεία
για τον κορωνοϊό – και είχε επίσης καλή έκβαση. Γενικώς η θεραπευτική
προσέγγισή μας για τα παιδιά δεν αφορά τη λήψη ειδικών θεραπειών. Η απόφαση για
ειδική θεραπεία λαμβάνεται όταν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, όπως το να
ανήκει κάποιο παιδί σε ομάδα υψηλού κινδύνου, να εμφανίζει κλινικά συμπτώματα
που υποδηλώνουν ότι μπορεί να εξελιχθεί δυσμενώς η νόσος. Η συντριπτική
πλειονότητα των παιδιών δεν χρειάζεται πάντως να λάβει κάποια ειδική θεραπεία».
Εκτός από τους τέσσερις
θαλάμους αρνητικής πίεσης, ένας ολόκληρος όροφος στο «Π. & Α. Κυριακού»
έχει μετατραπεί σε όροφο ύποπτων κρουσμάτων κορωνοϊού, μας πληροφορεί ο κ.
Σπυρίδης, και δηλώνει ότι μέχρι αυτή τη στιγμή το νοσοκομείο δεν έχει
αντιμετωπίσει φόρτο εξαιτίας της πανδημίας. Σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό των
γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, «είμαστε οριακά, κάτι που συμβαίνει
παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, καθώς εμφανίζεται έλλειψη
ειδών ατομικής προστασίας. Σε περίπτωση που το επόμενο διάστημα εμφανιστεί
κάποια έξαρση των παιδιατρικών κρουσμάτων του νέου κορωνοϊού, θα αναγκαστούμε
να περιθάλπουμε παιδιά με ελλιπή μέτρα προστασίας. Ο εξοπλισμός μας επαρκεί
μόνο για μερικές εβδομάδες ακόμη».
Τα παιδιά μάς
«μιλούν» με τις αντιδράσεις τους
Πώς διαχειρίζονται τα
παιδιά το στρες που γεννιέται από αυτή την πρωτόγνωρη συνθήκη ενός νέου ιού που
έχει αλλάξει πλήρως την καθημερινότητα μικρών και μεγάλων; «Δεν αντιδρούν όλα
τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο στο στρες» αναφέρει ο κ. Ζαούτης. Κάποια «μηνύματα»
που στέλνουν τα παιδιά και πρέπει να θέσουν σε εγρήγορση τους γονείς είναι τα
εξής: «Το συχνό κλάμα σε ένα παιδί που δεν συνήθιζε να κλαίει, η μελαγχολία, η
συνεχής γκρίνια στα μικρότερα παιδιά, η συνεχής ευερεθιστότητα και
επιθετικότητα στους εφήβους. Επίσης στα μικρά παιδιά το «πισωγύρισμα» σε ό,τι
αφορά αναπτυξιακά ορόσημα που έχουν ήδη κατακτήσει, όπως για παράδειγμα το να
βρέχει ξαφνικά ένα παιδί το κρεβάτι του τη νύχτα ενώ έχει κόψει εδώ και καιρό
την πάνα. Το να μην τρώει το παιδί σωστά – ξαφνικά να τρώει πολύ ή λίγο, το να
μην κοιμάται καλά το βράδυ. Το να μη θέλει το παιδί να ασχολείται με αγαπημένες
του δραστηριότητες – όπως το να ζωγραφίζει, να κάνει κατασκευές ή να παίζει
βιντεοπαιχνίδια. Επίσης καμπανάκι κρούουν και τα ψυχοσωματικά συμπτώματα: το να
λέει το παιδί συχνά ότι πονά, για παράδειγμα, το κεφάλι του ή η κοιλιά του
χωρίς να υπάρχει άλλη λογική αιτία».
Τι πρέπει να κάνει ο
γονέας; Πρέπει να μιλήσει στα παιδιά του για τον νέο «εισβολέα» και για την
πανδημία; «Ναι, είναι βασικό να μιλήσουμε στα παιδιά μας» απαντά ο κ. Ζαούτης
και εξηγεί: «Ανάλογα με την ηλικία, αναφέρουμε στα παιδιά αυτά που ξέρουμε για
τον ιό, φροντίζοντας να είμαστε καθησυχαστικοί. Τους λέμε πόσο σημαντικό είναι
να μείνουμε στο σπίτι για να προστατευτούμε. Επίσης δεν πρέπει να έχουμε
συνεχώς ανοιχτή την τηλεόραση, η οποία μας «βομβαρδίζει» ασταμάτητα με
πληροφορίες για την πανδημία ενώπιον των παιδιών».
Συγχρόνως είναι
σημαντικό να αποτελέσουμε εμείς το «μοντέλο» ώστε να διδαχθούν τα παιδιά μας,
ιδιαιτέρως τα πιο μικρά, τους κανόνες υγιεινής. «Πρέπει να πλένουμε εμείς τα
χέρια μας σωστά και να τους δείξουμε πώς να το κάνουν, πρέπει εμείς να
αποτελέσουμε γενικώς το παράδειγμα για εκείνα. Τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από τη
μίμηση».
Εναι επίσης άκρως
απαραίτητο να διατηρήσουμε μια ρουτίνα για τα παιδιά εντός του σπιτιού. «Τα
παιδιά χρειάζονται τη ρουτίνα, τα όρια, ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Πρέπει οι
γονείς να προσπαθήσουν, κατά το δυνατόν, να μεταφέρουν τη ρουτίνα που τα παιδιά
είχαν πριν από το «Μένουμε σπίτι» εντός του σπιτιού. Ξύπνημα σε μια λογική ώρα,
διάβασμα, δραστηριότητες, παιχνίδι. Δεν πρέπει να αλλάζουν οι ώρες των γευμάτων
επειδή μείναμε σπίτι, δεν πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά να βλέπουν ανεξέλεγκτα
τηλεόραση ή υπολογιστή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να αποτελέσουν σε
αυτή τη φάση ένα πολύ καλό εργαλείο ώστε τόσο εμείς όσο και τα παιδιά μας να
μένουμε σε επαφή με τους συγγενείς, με τους φίλους, με τους αγαπημένους
ανθρώπους που δεν μπορούμε να δούμε από κοντά. Και είναι καλό να τα
χρησιμοποιούμε μαζί με τα παιδιά μας».
Τέλος, ο κ. Ζαούτης
στέλνει ένα σημαντικό μήνυμα προς όλους τους πολυάσχολους στην… προ κορωνοϊού
ζωή γονείς: «Ας μην ξεχνάμε το εξής: στην «κανονική» ζωή μας όλοι οι γονείς,
λόγω συνθηκών, δεν βρίσκουμε ποτέ όσο χρόνο θα θέλαμε για να κάνουμε πράγματα
με τα παιδιά μας: να διαβάσουμε εκείνο το βιβλίο που μένει στο ράφι εδώ και
καιρό, να φτιάξουμε μαζί ένα παζλ, να δούμε μαζί μια ταινία, να παίξουμε ένα
επιτραπέζιο παιχνίδι. Τώρα είναι η ευκαιρία. Τώρα μπορούμε να είμαστε μαζί με
τα παιδιά μας περισσότερο από ποτέ. Ας το χαρούμε!».
Πηγή: tovima.gr
0 Σχόλια