Τι νάχης γίνει ολόδροσε
βαρκάρη
του παράλιου χωριού,
που με είχαν φέρει
ένα πένθος βαρύ να
διασκεδάσω;
Τι νάχης γίνει ωραίο
παληκάρι
με τα στριφτά ξανθά σου
δαχτυλίδια,
πως έχει γίνει να μη σε
ξεχάσω;
Νάναι την ομορφιά σου
που θυμάμαι,
το σιωπηλό σου στόμα το
σφιγμένο,
παράξενη ομορφιά σ' ένα
βαρκάρη,
ή γιατί διαλεχτή σου
έτυχε νάμαι,
μια θλιβερή με πένθιμο
φουστάνι,
στη βάρκα σου μια αυγή
που μ' είχες πάρει;
Μέσα σε τόσα ωραία
κορίτσια – θάμα
χαράς τα προσωπάκια
τους – με πήρες
και μέ στη γαλανή σου
τη βαρκούλα.
Ένα πρωινό περίπατο,
ένα τάμα
στην πιο όμορφη είχες
κάνει της παρέας
και κάλεσες και μέ τη
μοναχούλα,
που έβλεπες κάθε
δειλινό στο μώλο
συλλογισμένη, με απλανή
τα μάτια
σ' ένα βιβλίο με
στίχους να κοιτάη.
Ήρθες πιο ωραίος κ'
είδα, καθώς μ' όλο
τον άλλο κόσμο πήδησες
στη βάρκα,
το χέρι σου ένα ρόδο να
κρατάη.
Κι' ως να μην είχε
κάπου να το βάλη
το ρόδο αυτό, σε μέ την
τελευταία
το πέταξεν απλά, με
κάποια βιάση...
Οι κρόταφοί σου
εβάφονταν αγάλι
και χάνοταν στη θάλασσα
η ματιά σου...
Μα τώρα, πως δε σ' έχω
πια ξεχάσει;
Πηγή: sansimera.gr
0 Σχόλια