Ο άγραφος νόμος του αίματος στην Κρήτη – Το
αιματηρό περιστατικό πριν από μερικές ημέρες στα Ανώγεια επανέφερε στο
προσκήνιο μια παράδοση που ευθύνεται για εκατοντάδες χαμένες ζωές
Στις 29 Μαρτίου 1985 ο
Χρήστος Σαρτζετάκης εκλεγόταν πρόεδρος της Δημοκρατίας με τις ψήφους των
βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Ανάμεσα στους 180 που στήριξαν την
υποψηφιότητα του πρώην αρεοπαγίτη ήταν και ο τότε βουλευτής Β’ Πειραιώς της
κυβέρνησης Ευάγγελος Πεντάρης. Στην ιστορία γράφεται ότι την ημέρα εκείνη ο
Σαρτζετάκης γίνεται ο πρώτος πρόεδρος που εκλέγεται χωρίς τη στήριξη της Νέας
Δημοκρατίας. Την ίδια ημέρα, ωστόσο, με την ψήφο του Πεντάρη θάβεται οριστικά
και το τσεκούρι του πολέμου μεταξύ δύο εκ των μεγαλύτερων οικογενειών της
Κρήτης.
Οι τοπικές πηγές
αναφέρουν ότι η βεντέτα Σαρτζετάκηδων – Πενταράκηδων (Πεντάρηδων) ξεκίνησε λίγο
μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Γερμανούς, το 1941, όμως κατ’ άλλους
κρατούσε ήδη από το 1910. Ο πρωτόγνωρος κύκλος αίματος φέρεται ότι άνοιξε από
μια προσβολή τιμής ανάμεσα στις δύο πολυπληθείς οικογένειες από τον ορεινό
Πρινέ και τη γειτονική Αγία Ειρήνη και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 είχε
στοιχίσει τη ζωή περίπου 120 ανδρών, μεταξύ των οποίων και ανήλικων αγοριών. Ο
αγώνας των Κρητών κατά των κατακτητών δεν μαλακώνει το μίσος των δύο
οικογενειών, αντιθέτως τα εγκλήματα συνεχίζουν να τελούνται με κάποια εξ αυτών
να παραμένουν ατιμώρητα. Με τη λήξη του πολέμου οι δολοφονίες φουντώνουν. Η εν
ψυχρώ εκτέλεση στην καρδιά των Χανίων του 14χρονου Ανδρέα Πεντάρη στις 28
Μαρτίου 1949 από τον χωροφύλακα Λευτέρη Σαρτζετάκη, που είχε μάλιστα λιποτακτήσει
από τη Μυτιλήνη όπου υπηρετούσε για να φέρει εις πέρας το «χρέος» του προς τον
νεκρό αδελφό του, είχε συγκλονίσει την τοπική κοινωνία που επιδίωκε διακαώς τον
«σασμό», τη συμφιλίωση των εμπλεκομένων.
«Δίκασα μόνος μου τον φονιά»
Τριάντα εννέα χρόνια
αργότερα, το 1988, η λέξη βεντέτα θα κυριαρχήσει και πάλι στα πρωτοσέλιδα των
εφημερίδων. Ηταν 20 Δεκεμβρίου όταν το Εφετείο Πειραιά εκδίκαζε την έφεση του
Γιάννη Βενιαράκη, ο οποίος τον Αύγουστο του 1983 είχε εκτελέσει τον Μανώλη
Παπαδόσηφο σε παραλιακό μαγαζί των Χανίων για τα μάτια μιας γυναίκας και είχε
πρωτοδίκως καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη. Μετά τις καταθέσεις των πρώτων
μαρτύρων ο μαυροντυμένος γενειοφόρος πατέρας του θύματος σηκώνεται από τη θέση
του και φωνάζει προς την έδρα: «Σεις, μωρέ, δεν είστε άξιοι να κρίνετε τον
φονιά» και με ένα γερμανικό Λούγκερ (που σύμφωνα με μαρτυρίες είχε κρυμμένο στη
γενειάδα του), οικογενειακό κειμήλιο από τη Μάχη της Κρήτης, πυροβολεί πέντε
φορές κατά του Βενιαράκη, ο οποίος πεθαίνει ακαριαία.
Ο Τύπος της εποχής
αποδίδει στον Παπαδόσηφο τη φράση «Δίκασα μόνος μου τον φονιά, τώρα
λευτερώθηκα». Ο Γιάννης Παπαδόσηφος καταδικάστηκε με την κατηγορία για φόνο εκ
προμελέτης σε 14 χρόνια φυλάκισης και πέθανε αμετανόητος για την πράξη του σε
ηλικία 87 ετών, το 2012.
Τη δεκαετία του ’90 τις
διωκτικές Αρχές απασχόλησε και η βεντέτα Δικωνυμάκηδων – Μουζουράκηδων, από το
Πάτημα Αποκορώνου Χανίων, με αφορμή τη δολοφονία της μητέρας Μουζουράκη και
συνολικό απολογισμό (μεταξύ 1985 και 1999) έξι νεκρούς. Και αυτή η σειρά πράξεων
αντεκδίκησης είχε ξεπεράσει τα όρια της Κρήτης, καθώς δολοφονίες διεπράχθησαν
και στην Αθήνα.
Βασισμένες σε έναν
κακώς νοούμενο κώδικα τιμής, οι κρητικές βεντέτες έχουν κατά καιρούς
απασχολήσει την κοινή γνώμη, έχουν τραγουδηθεί και έχουν μεταφερθεί στη μικρή
και στη μεγάλη οθόνη. Το αιματηρό περιστατικό του περασμένου Σαββάτου στους
βόρειους πρόποδες του Ψηλορείτη, στα Ανώγεια – επίσης μεταξύ δύο πολυπληθών
οικογενειών – επανέφερε στο προσκήνιο μια παράδοση που απαντάται πλέον σε
ελάχιστα μέρη της γης και ευθύνεται για εκατοντάδες χαμένες ζωές και άλλες
τόσες οικογένειες καταδικασμένες στο πένθος και στον φόβο.
Ο άγραφος νόμος του
αίματος, η απαρχή του οποίου χάνεται στα βάθη των αιώνων και την
Τουρκοκρατούμενη Κρήτη ή ακόμα πιο πίσω στα μινωικά χρόνια, εφαρμόστηκε και το
1955, ανήμερα του Αγίου Φανουρίου, στα Βορίζια Ηρακλείου. Οι μαντινάδες και οι
κοντυλιές της λύρας για το πανηγύρι του ομώνυμου ναΐσκου σίγησαν βίαια όταν το
μαχαίρι του Μανούσου Βεϊσάκη έκοψε τον λαιμό του δασοφύλακα Γιάννη Φραγκιαδάκη
δι’ ασήμαντον αφορμήν. Σε δευτερόλεπτα ολόκληρο το χωριό μετατράπηκε σε πεδίο
μάχης, με απολογισμό τρεις νεκρούς και 14 τραυματίες, μερικοί εκ των οποίων
ακρωτηριάστηκαν αφού πέρα από τις σφαίρες έπεσε και χειροβομβίδα! Το
περιστατικό έμελλε να μείνει στην ιστορία ως «το μακελειό στα Βορίζια».
Τα πρώτα
μετακατοχικά χρόνια
Εξίσου χαρακτηριστικές
είναι και άλλες δύο περιπτώσεις φονικών που διαπράχθηκαν τα πρώτα μετακατοχικά
χρόνια στην αίθουσα του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, όπου τότε συνεδρίαζε εκτάκτως
το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων: Πρόκειται για την εκτέλεση στις 30 Απριλίου
1947 του συνεργάτη των ναζί Νίκου Μαγιάση πάνω στο εδώλιο του κατηγορουμένου
από τον Γεώργιο Βρέντζο – ο οποίος εκδικούνταν με το βιβλικό «οφθαλμόν αντί
οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» την άδικη δολοφονία του αδελφού του Μιχάλη
στη διάρκεια της Κατοχής – αλλά και το ξεκλήρισμα πέντε μελών της οικογένειας
Σωμαράκη (των αδελφών Κώστα, Σταύρου, Μαρίας και Χαρίκλειας και της μητέρας
τους Ελένης) από το χωριό Σάρχος από μαινόμενους συγγενείς θυμάτων τους –
επίσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής – αμέσως μετά την ανακοίνωση της
καταδικαστικής απόφασης που δεν ικανοποίησε το κοινό αίσθημα, στις 30 Οκτωβρίου
1945.
Για την πρώτη, μάλιστα,
οι μαντιναδολόγοι της Κρήτης έγραψαν τους ακόλουθους στίχους: «Ενας αετός των
Βρέντζηδων έσφαξε τον Μαγιάση κι όλοι μαζί φωνάξαμε η χέρα του ν’ αγιάσει/ μέσα
στο δικαστήριο, γιατί ‘χενε σκοτώσει, κι έπρεπε οπωσδήποτε ζωή να παραδώσει».
Πηγή: in.gr /ΕΝΤΥΠΗ
ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ
0 Σχόλια