Μα εσύ, Ποίηση,
που έντυνες μια φορά τη γυμνή μέθη μας,
όταν κρυώναμε και δεν είχαμε ρούχο να ντυθούμε,
όταν ονειρευόμαστε, γιατί δεν υπήρχε άλλη ζωή να ζήσουμε,
δε θα υπάρξουν πια σύννεφα για να ταξιδέψουμε τη ρέμβη μας;
δε θα υπάρξουν πια σώματα για να ταξιδέψουμε τον έρωτά μας;
Μα εσύ, Ποίηση,
που δε μπορείς να κλειστείς μέσα σε σχήματα,
μα εσύ, Ποίηση,
που δε μπορούμε να σ’ αγγίξουμε με το λόγο,
εσύ,
το στερνό ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας,
σώσε την τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου,
την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη,
που ο Θάνατος,
που η Μοναξιά,
που η Σιωπή,
τον καρτερούν σε μια στιγμή μελλούμενη.
=Σιωπή, 1946-
0 Σχόλια