Ποιος ήταν ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ;
Ο Νίκος Καζαντζάκης, 1883-1957 ήταν Έλληνας συγγραφέας.
Ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας των νεώτερων χρόνων. Υπήρξε επίσης φιλόσοφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας.
Σπούδασε νομικά και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Θεωρούσε δασκάλους του τον Όμηρο, τον Δάντη και τον Μπεργκσόν. Το 1919 διορίστηκε από τον Βενιζέλο Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου περιθάλψεως, υπεύθυνος για τους πρόσφυγες από τον Καύκασο.
Τα πιο γνωστά του έργα: Οδύσσεια, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο καπετάν Μιχάλης (1953), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954), Ο τελευταίος πειρασμός (1955), Ασκητική, Αναφορά στον Γκρέκο.
Ας διαβάσουμε τα πιο διάσημα αποφθέγματά του:
Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.
Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε
Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά.
Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.
Ν’ αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ μονάχος μου
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω.
Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις —το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά.
Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.
Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος.
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…
3Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος —αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος— σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!
(«Ασκητική»)2
Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα.
Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει!
(«Οι Αδερφοφάδες»)
Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
1Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.
Αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει.
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
H καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες — φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!
Το ψέμα είναι ανανδρία.
Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο.
Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.
(από συνέντευξη στη Γαλλική Ραδιοφωνία, στις 6 Μαΐου 1955)
Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν.
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
Οι μισές δουλειές, οι μισές κουβέντες, οι μισές αμαρτίες, οι μισές καλοσύνες έφεραν τον κόσμο στα σημερινά χάλια. Φτάσε, μωρέ άνθρωπε, ως την άκρα, βάρα και μη φοβάσαι! Πιο πολύ σιχαίνεται ο Θεός το μισοδιάολο παρά τον αρχιδιάολο!
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Είπα στη μυγδαλιά: «Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό». Κι η μυγδαλιά άνθισε.
(«Ο Φτωχούλης του Θεού»)
Αφεντικό σε συμπαθώ πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη τρέλα... Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα.
Πολλά κεφάλια θα σπάσουν.
Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα.
Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο —ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Σα δεν φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δεν βγάζει στην πλάτη του φτερούγες να πετάξει.
Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη.
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος.
Η φυγή δεν είναι νίκη, τ’ όνειρο είναι τεμπελιά, και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο.
(από το «Συμπόσιο»)
Ποτέ οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την τέχνη· πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή. Και τα σώματα τα ήθελαν οι αρχαίοι όμορφα και δυνατά, για να μπορούν να δεχτούν ισορροπημένο και γερό νου. Κι ακόμα, για να μπορούν –σκοπός ανώτατος– να υπερασπίσουν το άστυ.
Εγώ κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει.
Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν υπογράφω!
Το βουνό ανήκει στο μοναστήρι. Το μοναστήρι ανήκει στο Θεό. Και ο Θεός ανήκει σε όλους.
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.
(«Ασκητική»)
Η ζωή είναι μπελάς, ο θάνατος δεν είναι. Ζωντανός άνθρωπος, ξέρεις τι θα πει; Ν’ αμολάς το ζωνάρι σου και να γυρεύεις καβγά.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του.
(«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»)
Aλίμονο σε όποιον ζει στην έρημο και θυμάται του κόσμου.
Από τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά – από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη.
Η στερνή, η πιο ιερή μορφή θεωρίας είναι η πράξη.
Αν δε δει ο Θεός χέρι ανθρώπου, δε βάζει μήτε κι αυτός το δικό του.
(«Καπετάν Μιχάλης»)
Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιγμένη μέσα στο μέλι και κατάλαβα.
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
Καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους —ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος...
Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;
Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό.
Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!
(«Οι Αδερφοφάδες»)
Tίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει στον κόσμο, αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ’ έναν Αφέντη ανώτερό του.
Αυτό που θέλω ν’ αφήσω πίσω μου είναι ένα καμένο κάστρο. Τίποτ’ άλλο δε θέλω ν’ αφήσω.
Τι φοβερός ανήφορος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, από τον άνθρωπο στον Θεό.
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
Πρέπει να χτυπούμε, να χτυπούμε τη μοίρα μας, ως ν’ ανοίξουμε πόρτα, να γλιτώσουμε!
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
Ρωμιοί είναι αυτοί, ανάθεμά τους! Αν δεν μας τύχαιναν στη στράτα μας, θα ’χε φάει τώρα η Τουρκιά τον κόσμο!
(ο πασάς στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»)
Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
Ο Μουσολίνι είναι ο αρσενικός Βενιζέλος.
Τι με ρωτάς για την καρδιά του αμαρτωλού; Εγώ κατέχω την καρδιά του ενάρετου, κι είναι όλοι οι δαιμόνοι μέσα.
Ο άνθρωπος βιάζεται, ο Θεός δε βιάζεται.
(«Ο Τελευταίος Πειρασμός»)
Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος.
(«Καπετάν Μιχάλης»)
Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο. Ο άνθρωπος όπου θέλει!
Όλα μάταια, και μόνο η πράξη, σαν το κρασί, μας ξεγελάει και μας σηκώνει λίγο.
(από το «Συμπόσιο»)
Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη.
(«Ασκητική»)
Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα ’χουμε την άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη, να απαντάς στην κακία με καλοσύνη.
Να ξέραμε αφεντικό τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή ! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Η αμαρτία πρέπει να ‘ναι ένα βουνό χοιρινό κρέας, να χωθείς μέσα, μια χαβούζα κρασί, να μπεις να κολυμπήσεις, κι όχι ένα μεζεδάκι!
— «Καπετάν Μιχάλης»
Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;
(«Τελευταίος Πειρασμός»)
Γλίτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω... Λευτερώνουμαι, γίνουμαι άνθρωπος.
Η ανώτατη αρετή δεν είναι νά’ σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα.
Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ, δε με νοιάζει.
Να ‘σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
Η δικιά μου εμένα Παράδεισο είναι ετούτη: μια μικρή μυρωδάτη καμαρούλα με παρδαλά φουστάνια και μοσκοσάπουνα κι ένα διπλόφαρδο κρεβάτι με σούστες, και δίπλα μου το θηλυκό γένος.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Πάμε όξω φώναξε· κάτω από τ’ αστέρια, να μας βλέπει ο Θεός.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος.
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
Δεν πειράζει πατέρα˙ τέλεψες το χρέος σου: γέννησες γιο ανώτερο σου˙ στάσου εδώ σημαδούρα˙ εγώ θα πάω πιο πέρα.
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
Εγώ, μη γελάσεις, αφεντικό, φαντάζουμαι το θεό απαράλλαχτο σαν και μένα. Μονάχα πιο αψηλό, πιο δυνατό, πιο παλαβό· κι αθάνατο.
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!
Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!
Δεν έχουμε παρά μια μονάχα στιγμή στη διάθεσή μας. Ας κάνουμε τη στιγμή αυτή αιωνιότητα. Άλλη αθανασία δεν υπάρχει.
(«Αναφορά στον Γκρέκο»)
Θεριό ’ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις…
(«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»)
Είχα μάθει πέντ’ έξι ρούσικες λέξεις, όσες μου χρειάζονταν στη δουλειά μου: «όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσα».
(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.
(«Ασκητική»)
Άνθρωπος δεν είμαι; 'Άνθρωπος, πάει να πει στραβός. Έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο όπου κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Βάσανα.
(από τον Αλέξη Ζορμπά —η κατρακύλα έγινε catastrophe στην αγγλική μετάφραση)
Ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα τούτου; Έτσι ρωτάει ο κακομοίρης, συφεροντολόγος πάντα, νους του ανθρώπου, ξεχνώντας πως η Μεγάλη Πνοή δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο κι αιτιότητα.
(«Ασκητική»)
Εγώ νομίζω πως άνθρωπος είναι αυτός που θέλει να ‘ναι λεύτερος· η γυναίκα δε θέλει να ‘ναι λεύτερη· είναι λοιπόν η γυναίκα άνθρωπος;
(δια στόματος Αλέξη Ζορμπά)
Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.
Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε΄ εμείς είμαστε οι αφέντες. Το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.
(«Ασκητική»)
Μπόρα είναι μαθές η ζωή. Θα περάσει!
(«Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται»)
0 Σχόλια