Πολύ πριν το ξεψύχισμα της Πόλης
(1453) το κακό είχε συντελεστεί λόγω εξασθένησης της αμυντικής της θωράκισης
(το κανόνι του Ουρβανού προκάλεσε ήδη θανάσιμα ρήγματα στα τείχη) και λόγω του
θρησκευτικού διχασμού μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών.
Του διχασμού που κυριαρχούσε από δεκαετίας (1443) στο χριστεπώνυμο
πλήρωμα, με αποτέλεσμα η κατάσταση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο στο θέμα της
κοινωνικής συνοχής. Οι ελπίδες για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης είχαν
εξανεμιστεί, δυστυχώς, και σε αμυντικό επίπεδο διαλύοντας την εθνική
συνοχή. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι
είχε σπεύσει την τελευταία στιγμή να υπερασπιστεί τη Βασιλεύουσα με μικρό
στολίσκο από τη Βενετία ο Γενουάτης (”Μαύρος Αρχάγγελος”*) Ιωάννης Ιουστινιάνης,
μετά την έκκληση για βοήθεια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στη χριστιανική
Δύση. Με τον λαό χωρισμένο στα δύο
και διαφαινόμενη την πτώση του Βυζαντίου, το μίσος των ανθενωτικών απέναντι
στον αυτοκράτορα προσέλαβε και θρησκευτικές διαστάσεις όταν επανέφερε στον
πατριαρχικό θρόνο τον ενωτικό Γρηγόριο Μάμμα**(1443-1450), αν και είχε
καθαιρεθεί αυτός από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1450.
Σύνοδο που αποκήρυξε την παπική Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9) στην οποία
συμμετείχε ο Μάμμας μαζί με τον Γεννάδιο-Σχολάριο (κατά κόσμον Γεώργιο
Κουρτέσιο, πρώτο Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης μετά την Άλωση).
Ο καιρός εντωμεταξύ περνούσε και ο αυτοκράτορας, κάτω απ’ το βάρος των
καταστάσεων, είχε οδηγηθεί σε αναγκαστική απομόνωση μη αντέχοντας να ακούει τις
κατάρες των ανθενωτικών. Το ίδιο απομονωμένοι ήταν και πολλοί λόγιοι της Πόλης,
αφού με τη στάση τους είχαν γίνει το κόκκινο πανί για τον κατώτερο κλήρο και
τις λαϊκές μάζες που δεν ήθελαν την ένωση καθολικής-ορθόδοξης Εκκλησίας.
Τους τελευταίους Χαιρετισμούς,
λίγο πριν το έσχατο Πάσχα, τους παρακολούθησαν στην Αγία Σοφία ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και οι πιστοί ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο με την ψυχή
τους πλημμυρισμένη από αγωνία και τη δυσάρεστη αίσθηση ότι θρηνούσαν βουβά
κάποιον ετοιμοθάνατο αγαπημένο.
Λίγες μέρες μετά, Κυριακή των Βαΐων, τα ”τετρακόσια σήμαντρα” της
Μεγάλης Εκκλησίας χτυπούσαν ξετρελαμένα καλώντας τον λαό να ενώσει τη φωνή του
στη δέηση που θα γινόταν για τη σωτηρία του. Κι εκείνος έτρεχε αλαφιασμένος να
λειτουργηθεί προαισθανόμενος το τέλος που πλησίαζε.
Στα ανοιχτά παράθυρα τούφες καπνού από το λιβάνι ξεχύνονταν στον αέρα
παίρνοντας μαζί του ψηλά, στον ουρανό, τον παρακλητικό κανόνα του Πατριάρχη που
έψαλλε με το πλήρωμα το ”Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου…”, για να καταλήξει στην
τελευταία προσευχή με χέρια υψωμένα στον Παντοκράτορα του θόλου: ”Βασιλεύ,
Βασιλέων, βοήθει την Βασιλεύουσα”…
Μέσα στο Πάσχα η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη έγινε απελπιστική. Το
στέμμα στο κεφάλι του Παλαιολόγου είχε μετατραπεί σε ακάνθινο, γιατί έσφιγγε ο
κλοιός γύρω απ’ την Πόλη. Τα τείχη της δέχονταν ομοβροντίες απ’ τις
πολιορκητικές μηχανές του Μωάμεθ ο οποίος είχε στο πλευρό του (αναγκαστικά ή
όχι) Σέρβους, Βούλγαρους, Πολωνούς, Βοημούς και Λατίνους.
Κι αυτά κλιμακώνονταν με το χρόνο επιδεινώνοντας την κατάσταση του πληθυσμού
κυρίως στα περίχωρα και τα σύνορα. Ήδη ο Βούλγαρος εξωμότης ναύαρχος του Μωάμεθ
Σουλεϊμάν μπέης Μπαλτόγλου είχε κατακάψει τα Πριγκηπονήσια κι ένα γυναικείο
μοναστήρι, ενώ ο Χαρατί πασάς – αφού πάτησε το φρούριο της Θεραπειάς και
παλούκωσε σαράντα γενναίους υπερασπιστές του – ρήμαζε τα ξεμοναχισμένα
βυζαντινά κάστρα (προς τη μεριά της Προποντίδας), τα φρούρια και τα μοναστήρια
έξω απ’ τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Λίγες ώρες μετά την εσπερινή περιφορά του Επιταφίου της Μεγάλης
Παρασκευής, ο ήχος απ’ τις καμπάνες της Αγίας Σοφίας πνίγονταν απ’ τις
μπομπάρδες του Μωάμεθ, τους κανονιοβολισμούς (με πιο τρομακτικούς αυτούς του ”θηρίου” του
Ουρβανού) και τα τύμπανα των Τούρκων που χτυπούσαν ασταμάτητα και δαιμονισμένα
τρομοκρατώντας τον κόσμο ο οποίος έτρεχε να κρυφτεί ξεφωνίζοντας πανικόβλητος
με την εντύπωση ότι οι Τούρκοι είχαν γκρεμίσει τα θαλάσσια τείχη της
Βασιλεύουσας.
Μια μέρα μετά, το βράδυ της τελευταίας Ανάστασης του 1453 όπου ήταν
παρούσα σύσσωμη η βυζαντινή Αυλή, όλοι είχαν βγει απ’ τα σπίτια τους στην ετοιμοθάνατη Πόλη λαχταρώντας ν’ ανάψουν
για τελευταία φορά τις αναστάσιμες λαμπάδες τους από το ιερό και ανέσπερο φως
των ασημένιων πολυκάντηλων της Αγίας Σοφίας ή το χέρι του Πατριάρχη ψάλλοντας
μαζί του το αναστάσιμο δοξαστικό.
Η συγκίνηση ήταν διάχυτη, καθώς κατάπιναν μικροί και μεγάλοι το πικρό
ποτήρι της μοίρας τους, σαν να ήταν προδιαγεγραμμένο να ”τουρκέψει” η Πόλη. Γι’
αυτό και έψαλλαν το ”Χριστός Ανέστη” με πρόσωπα χαρακωμένα από τα δάκρυα…
Μέσα σ’ αυτήν τη βαριά ατμόσφαιρα που έπνιγε τη χαρά της Ανάστασης του
Κυρίου, δεν πήρε είδηση κανείς τη βασιλική άμαξα στην Μέση οδό που κατευθυνόταν
καλπάζοντας με κατεύθυνση τα θαλάσσια τείχη προς την μεριά του Κεράτιου κόλπου,
όπου βρισκόταν το παλάτι των Βλαχερνών.
Όταν έφτασαν στον προορισμό τους οι επιβάτες και οι συνοδοί τους (ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο αρχιγραμματέας του Γεώργιος Σφραντζής, ο
Ιουστινιάνης, ο δον Φραγκίσκος από το Τολέδο [απόγονος του Αλέξιου Κομνηνού], ο
αρχιναύαρχος Λουκάς Νοταράς και οι
οφφικιάλιοι του θρόνου οι οποίοι συνόδευαν την αυτοκρατορική άμαξα), βρήκαν να
τους περιμένουν στην αίθουσα συνεδριάσεων ο αρχηγός του Στόλου Λουκάς Νοταράς
και 18 διοικητές του αυτοκράτορα από τους οποίους οι 8 ήταν Βυζαντινοί. Οι
υπόλοιποι ήταν Γενοβέζοι, Βενετοί και Έλληνες Κρητικοί.
Στο τελευταίο εκείνο πολεμικό συμβούλιο πάρθηκαν οι εξής αποφάσεις απ’
τον Παλαιολόγο για τους συμμετέχοντες:
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τους
συμβούλους του Σφραντζή και δον Φραγκίσκο θα έστηνε το στρατηγείο του στον
οκτάγωνο πύργο της Πύλης του Πέμπτου (Αγίου Ρωμανού), αν ο Μωάμεθ έστηνε τη
σκηνή του και στρατοπέδευε με τους 12.000 επίλεκτους γενίτσαρους του στην κοιλάδα
του Λύκου που ήταν απέναντι.
Ο στρατηγός Ιουστινιάνης με 700
μισθοφόρους του θα έκανε το ίδιο στη Χαρσία Πύλη (ή Πύλη της Αδριανούπολης).
Ο Βενετός πρέσβης Τζιρόλαμο
Μινόττο θα έκανε το ίδιο στο παλάτι των Βλαχερνών με βάση τον πύργο του Πέμπτου
(του Αγίου Ρωμανού)
Οι αδελφοί Λαγκάσκο με ορμητήρια
τα μονά και ευάλωτα θαλάσσια τείχη.
Άλλοι θα είχαν το στρατηγείο τους
δίπλα στο Ιερό Παλάτι, στην Κερκόπορτα.
Άλλοι στην Πύλη της Καλλιγαρίας
(ή Πύλη του Εβδόμου) ως την Ξυλόπορτα (γωνία του χερσαίου τείχους με εκείνο του
Κεράτιου, κοντά στη γέφυρα του Αγίου Καλλινίκου που οδηγούσε στις συνοικίες της
Πόλης Πέραν, Γαλατά και Συκιές) και
Οι αδελφοί Μποκιάρντι και οι
Κρητικοί θα είχαν το στρατηγείο τους στη Ρουσία Πύλη (ή Πύλη Πολυανδρίου).
Σημειωτέον ότι εκείνο το βράδυ ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον αρχιναύαρχο
Νοταρά να αφήσει την Αρχηγία του Στόλου και να υπερασπιστεί το χερσαίο τείχος
αναλαμβάνοντας το πρώτο εφεδρικό απόσπασμα με βάση τη συνοικία της Πέτρας, η
οποία είχε ενισχυθεί στρατιωτικά από πυροβολητές και 100 ιππείς.
Σημειωτέον, επίσης, ότι η διανομή ρόλων συνεχίστηκε ομαλά μέχρι τα
ξημερώματα της επόμενης μέρας. Στη δεύτερη φάση ο ξάδελφος του Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου Νικηφόρος (δούκας της Μεσοποταμίας) ανέλαβε τη βάση των Αγίων
Αναργύρων στα νώτα της Πόλης και ο άλλος ξάδερφός του Θεόφιλος Παλαιολόγος την
Πύλη της Σηλυβρίας (ή Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής).
Ο Μιχαήλ Καντακουζηνός (από τους πιο ισχυρούς και πλούσιους Έλληνες των
Βαλκανίων) ανέλαβε να υπερασπιστεί τον Μαρμάρινο Πύργο • οι Γενοβέζοι του
Κατανέο την Πύλη του Ρηγίου • ο Βενετός
Φίλιππος Κονταρίνι τη Χρυσή Πύλη • ο Τζάκομο την Πύλη του Στουδίου • οι
Καταλανοί υπό τον Περέ Χούλια την ακτή του Βοσπόρου (κάτω από τον Ιππόδρομο και
το παλάτι του Βουκολέοντα) και ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 παπικούς
στρατιώτες ανέλαβαν να υπερασπιστούν τα τείχη του ακρωτηρίου της Ακρόπολης
(κοντά στα ερείπια της αρχαίας Ακρόπολης των Μεγαρέων).
Λίγο πριν διαλυθούν οι συμμετέχοντες στην πολεμική σύσκεψη, ο
αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (με ωχρή και βασανισμένη όψη) τους ζήτησε
να ελέγξουν τις στρατιωτικές και αστικές Πύλες και να κλείσουν την αλυσίδα του
Κεράτιου, για να αποτρέψουν την είσοδο των οθωμανικών πλοίων στον Κεράτιο
Κόλπο. Ο κλοιός στένευε γύρω απ’ τα τείχη της Πόλης και δεν υπήρχε περιθώριο
για λάθος…
Ερμηνευτικά
*Ο Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης
(1418-1453), Γενουάτης πατρίκιος και στρατιωτικός (στεφθείς Πρωτοστράτωρ
[πρώτος στρατηγός] της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον Έλληνα τελευταίο
αυτοκράτορα, ως τελευταίος δυτικός υπερασπιστής της), έφτασε στην
Κωνσταντινούπολη ντυμένος στα μαύρα. Έτσι όπως ήταν ψηλός και ωραίος, ξεχώριζε
ανάμεσα στους άντρες του και φάνταζε στο συγκεντρωμένο πλήθος σαν τον αρχάγγελο
με τη ρομφαία που σπέρνει τον θάνατο. Γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν έκτοτε οι
Βυζαντινοί ”Μαύρο Αρχάγγελο”.
** Πρόκειται για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Γ΄
Μαμμή ή Μάμμα Μελισσηνό (1443-1450)
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Φραντζή-Δούκα: ”Το χρονικό της
Αλώσεως”
Κ. Τσοπάνης: ”Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος” και ”Άλωση 1453”
Β. Ηλιάδου: ”Καλπάζοντας στον
άνεμο”
Πηγή: makeleio.gr
0 Σχόλια