Μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον μακαριστό Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα
Στην Εντατική του νοσοκομείου Ευαγγελισμός αναμένεται ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος ο οποίος διακομίζεται εσπευσμένα στην Αθήνα από τα Τίρανα με αεροσκάφος C-27J της Πολεμικής Αεροπορίας, στο οποίο επέβαινε εκπαιδευμένο προσωπικό του ΕΚΑΒ για αεροδιακομιδές.
Το αεροσκάφος απογειώθηκε από τα Τίρανα λίγο μετά τις 18.30 και αναμένεται στην Ελευσίνα περίπου σε μία ώρα. Ακολούθως θα τον παραλάβει ασθενοφόρο για τον Ευαγγελισμό.
Σήμερα, ωστόσο, παρουσίασε σημαντική επιδείνωση, η ίωση εξελίχθηκε σε λοίμωξη, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έχει εμφανίσει αιμορραγία στο πεπτικό σύστημα. Ετσι κρίθηκε επιβεβλημένη η διακομιδή του στην Αθήνα και ειδικότερα στον Ευαγγελισμό, όπου θα νοσηλευθεί σε απλό θάλαμο και όχι στην Εντατική, όπως αρχικά είχε γίνει γνωστό.
Η περιπέτεια της υγείας του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου άρχισε πριν από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα την 30ή Δεκεμβρίου.
Τότε, εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» των Τιράνων για παρακολούθηση ύστερα από εμφάνιση εποχιακής ίωσης. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αναμένεται να εισαχθεί για νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
«Οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν διαθέσει, κατόπιν αιτήματος του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ), αεροσκάφος C–27J για την αεροδιακομιδή του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. κ. Αναστάσιου από τα Τίρανα στην Αθήνα. Βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία έγκρισης διπλωματικών αδειών, μέσω των αρμόδιων αρχών», όπως γνωστοποίησαν πηγές του Υπουργείου Άμυνας.
Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος γεννήθηκε στον Πειραιά στις 4 Νοεμβρίου 1929. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1952. Διάκονος χειροτονήθηκε την 1 Αυγούστου 1960 και Πρεσβύτερος το 1964.
Το 1972 εξελέγη Καθηγητής της Θρησκειολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 19 Νοεμβρίου 1972 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Ανδρούσης.
Την χειροτονία τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, ενώ διετέλεσε Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος από το 1972 μέχρι το 1990.
Από τις 23 Οκτωβρίου 1981 μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 1991 υπηρέτησε ως εντεταλμένος Αρχιεπίσκοπος στη Μητρόπολη Ειρηνουπόλεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Στις 8 Ιανουαρίου 1991 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Πατριαρχικός Έξαρχος Αλβανίας. Στις 20 Αυγούστου 1991 προήχθη σε τιτουλάριο Μητροπολίτη. Στις 24 Ιουνίου 1992 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας.
Από τη θέση αυτή αναστήλωσε εκ των ερειπίων την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, πραγματοποιώντας ένα πρωτοφανές εκκλησιαστικό και κοινωνικό έργο σε αντίξοες συνθήκες.
Ως αποτέλεσμα του έργου του συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες, ενώ ίδρυσε τη Θεολογική-Ιερατική Σχολή (Ακαδημία) «Ανάστασις» στο Δυρράχιο (1992), το Εκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σουκθ-Δυρράχιο (2007), τα οποία σήμερα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα, και 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Mόρφωσε και χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς, ενώ φρόντισε για την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων.
Συνέστισε Τεχνική Υπηρεσία στην Εκκλησία της Αλβανίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, την αναστήλωση 70 μοναστηριών και εκκλησιών-πολιτιστικών μνημείων και την επισκευή 160 ναών και 45 εκκλησιαστικών κτιρίων (Αρχιεπισκοπή, Μητροπόλεις, σχολεία, κλινικές, ξενώνες, κατασκηνώσεις νεολαίας, κ.α.), στο σύνολο 425 κτίρια. Θεμελίωσε το πρώτο γυναικείο μοναστήρι (Σκήτη των Αγίων Μυροφόρων), στο οποίο ασκητεύει από το 2011 μία μοναχή.
Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων. Ίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα (Ngjallja), το παιδικό περιοδικό Gëzohu (Χαίρε), το νεανικό περιοδικό Kambanat (Καμπάνες), την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim (Αναζήτηση), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania», και Ραδιοφωνικό σταθμό.
Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων) και πραγματοποίησε αγώνες για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας.
Παραλλήλως είχε έντονη διεθνή δράση, συμμετέχοντας σε κορυφαίες επιτροπές και στην Κεντρική Επιτροπή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Λόγω του έργου του το 2000 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Έχει τιμηθεί με πολλές διεθνείς διακρίσεις. Είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και συγγραφέας πολλών βιβλίων.
Ο Αρχιεπίσκοπος για πολλούς είναι από τους μεγαλύτερους ηγέτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και συνεχιστής τους μακαριστού Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Αθηναγόρα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας (1886-1972) υπήρξε, πέραν πάσης αμφιβολίας, μια από τις επιφανέστερες προσωπικότητες της Ορθοδοξίας κατά τον 20ό αιώνα, καθώς κατάφερε να λυτρώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τις εσωστρεφείς τάσεις του παρελθόντος και να του προσδώσει διεθνές κύρος.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, κατά κόσμον Αριστοκλής Σπύρου, γεννήθηκε στις 6 Απριλίου 1886 σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Πωγωνίου Ιωαννίνων, το Βασιλικό (παλαιότερη ονομασία του, Τσαραπλανά).
Από μικρός έδειξε την κλίση του προς τα γράμματα. Το 1903 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1910 έλαβε το πτυχίο του στη Θεολογία, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος.
Διορίστηκε στη Μητρόπολη Πελαγονίας, με έδρα το Μοναστήρι (Μπίτολα). Ακολούθησαν οι ταραγμένοι χρόνοι των Βαλκανικών Πολέμων και η ανεξαρτητοποίηση της περιοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (περιήλθε στη δικαιοδοσία της Σερβικής Εκκλησίας).
Το 1918 ο Αθηναγόρας εγκατέλειψε το Μοναστήρι με αρχικό προορισμό τη Θεσσαλονίκη και ακολούθως το Άγιον Όρος.
Το 1919 ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης τον προσέλαβε αρχιδιάκονο και γραμματέα της Αρχιεπισκοπής.
Το Δεκέμβριο του 1922, επί επαναστατικής κυβέρνησης Νικολάου Πλαστήρα, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών.
Το 1930 ο χαρισματικός αυτός ιεράρχης ορίστηκε από την Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής, θέση στην οποία χρημάτισε έως το 1948.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του κατόρθωσε να αναπτύξει εξαιρετικές σχέσεις με τις αμερικανικές κυβερνήσεις, να συμφιλιώσει τις διχασμένες ελληνικές κοινότητες, να ανεγείρει νέους ναούς και σχολεία, αλλά και να ιδρύσει στη Βοστώνη ελληνορθόδοξη θεολογική σχολή.
Η ιδιαίτερα επιτυχής θητεία του έληξε το 1948, όταν ο Αθηναγόρας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, επελέγη ως Οικουμενικός Πατριάρχης. Η πολιτεία του ως ανώτατου πνευματικού ηγέτη της Ορθοδοξίας ήταν λαμπρή. Με τη διορατικότητα και την πολύχρονη διοικητική πείρα του, κατάφερε να βγάλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την εσωστρέφεια του παρελθόντος και να του προσδώσει διεθνή ακτινοβολία.
Εργάστηκε, επίσης, για τη σύσφιγξη των σχέσεων των Ορθόδοξων Εκκλησιών και κατόρθωσε να ενδυναμώσει τη μεταξύ τους συνεργασία μέσω της σύγκλησης πανορθόδοξων διασκέψεων.
Η δράση του δεν περιορίστηκε στα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά επικεντρώθηκε και στην υλοποίηση του οικουμενικού οράματός του, της ειρήνης και της συναδέλφωσης όλων των λαών, επί τη βάσει του σεβασμού της πολιτισμικής ετερότητας, την οποία υπηρέτησε απαρέγκλιτα καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκλησιαστικής διακονίας του.
Κατά γενική ομολογία, οι τομές που επέφερε και οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο Αθηναγόρας, ιδιαίτερα στο ζήτημα του διαλόγου με τους ετεροδόξους, υπήρξαν καινοτόμες και ρηξικέλευθες.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας απεβίωσε στις 7 Ιουλίου 1972. Αναπαύεται στο κοιμητήριο των Οικουμενικών Πατριαρχών, στη μονή Βαλουκλή της Κωνσταντινούπολης.
Πηγή: pronews.gr
0 Σχόλια