ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ για το ΓΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑ!

ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ για το ΓΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑ!

 



Στο μικρό χωριό της Δανίας, ένα αγοράκι έβαλε ζεστά ρούχα & είπε στον πατέρα του: «Μπαμπά είμαι έτοιμος!»

Ό πατέρας που ’ταν ιεροκήρυκας απόρησε: «Εισ’ έτοιμος γιε μου;»

«Μπαμπά, ηρθ’ η ώρα να βγούμε έξω, να μιλήσουμε στον κόσμο για τον Λόγο του Θεού!»

Ο πατέρας δίστασε: «Γιε μου, έξω έχει πολύ κρύο & βρέχει!»

Το παιδί κοίταξε έκπληκτο τον πατέρα του & είπε: «Μα, μπαμπά, οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν για τον Θεό ακόμα & τις βροχερές & κρύες μέρες!»

Ο μπαμπάς απάντησε: «Γιε μου, δε θα βγω αυτή τη φορά. Δεν αισθάνομαι καλά. Έχει πολύ κρύο»

 Σ’ απελπισία κάπως το παιδί είπε: «Μπαμπά, μπορώ να πάω μόνος μου; Σε παρακαλώ, πολύ!»

Ο πατέρας προσευχήθηκε λίγο & μετά: «Γιε μου, μπορείς να φύγεις. Ορίστε τα βιβλία & να προσέχεις στο δρόμο!»

«Σ’ ευχαριστώ μπαμπά!» & Βγήκε ο μικρός στη βροχή μόνος.

 Το παιδί περπάτησε σ’ όλους τους δρόμους του χωριού, μοιράζοντας βιβλία στους ανθρώπους που συνάντησε. Μετά από δυο ώρες περπάτημα στη βροχή & το κρύο με το τελευταίο βιβλίο στο χέρι σταμάτησε σε μια γωνία & κοίταξε ποιος άλλος υπήρχε για να δώσει το τελευταίο βιβλίο. Αλλά οι δρόμοι ήταν εντελώς έρημοι. Γύρισε τότε στο πρώτο σπίτι που είδε μπροστά. Πήγε στην εξώπορτα, χτύπησε αρκετές φορές & περίμενε. Αφού δεν απαντούσε κανείς, γύρισε να φύγει, αλλά κάτι τον σταμάτησε. Το αγόρι γύρισε προς την πόρτα & άρχισε να  χτυπά δυνατά. Στάθηκε λίγο &, να! Η πόρτα άνοιγε αργά αργά. Μια κυρία με πολύ θλιμμένο βλέμμα ξεπρόβαλε & ρώτησε ευγενικά: 

«Τι μπορώ να κάνω για σένα, γιε μου;»

Με καθαρή ματιά & ένα ταπεινό χαμόγελο, το παιδί είπε:

«Κυρία, λυπάμαι αν σας στεναχωρώ, αλλά θέλω μόνο να σας πω ότι ο Θεός σας αγαπά πραγματικά & ήρθα να σας δώσω το τελευταίο μου βιβλίο που μιλάει για τον Θεό & τη μεγάλη αγάπη Του!» & της έδωσε το βιβλίο.

«Ευχαριστώ γιε μου! Ο Θεός να σ’ ευλογεί!».

Το επόμενο πρωί, ο ιεροκήρυκας ήταν στην  εκκλησία & όταν ξεκίνησε η Θεία Λειτουργία, ρώτησε:

«Έχει κανείς μια μαρτυρία ή πρόβλημα ή κάτι που θέλει να μοιραστεί;»

Από την τελευταία πίσω σειρά της εκκλησίας, μια κυρία ηλικιωμένη σηκώθηκε αργά, στάθηκε στα πόδια της & άρχισε να μιλάει. Είχε στα μάτια της ένα λαμπερό φως:

«Κανείς σ’ αυτή την εκκλησία δε με γνωρίζει. Δεν έχω έρθει ποτέ εδώ & ούτε είμαι Χριστιανή. Ο σύζυγός μου πέθανε πριν λίγο καιρό αφήνοντας με εντελώς μόνη. Το περασμένο Σάββατο ήταν μια ιδιαίτερα κρύα & βροχερή μέρα έξω. Μέσα στην καρδιά μου δεν είχα καμία ελπίδα, καμμία πίστη στη ζωή & δεν ήθελα να ζήσω. Έσυρα μια σκάλα κι ένα σχοινί & έδεσα το ένα άκρο του σχοινιού στα δοκάρια της οροφή. Μετά ανέβηκα με κόπο στην καρέκλα & έβαλα την άλλη άκρη στο λαιμό μου. Για λίγο, στάθηκα στην καρέκλα. Ήμουν τόσο μόνη & συντριμμένη που ήθελα να πηδήξω, όταν ξαφνικά άκουσα την πόρτα να χτυπάει. Θα περιμένω λίγο & όποιος είναι θα φύγει, σκέφτηκα. Περίμενα, περίμενα, αλλά χτυπούσαν όλο & πιο δυνατά. Τόσο που δεν μπορούσα να το αγνοήσω. & Αναρωτιόμουν ποιος θα μπορούσε να είναι; Κανείς δεν έρχεται να με επισκεφθεί. Πήρα το σχοινί απ’το λαιμό μου & πήγα στην πόρτα. Ακόμη χτυπούσαν. Όταν άνοιξα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Έξω απ’την πόρτα μου ήταν το πιο λαμπερό & αγγελικό παιδί που είχα δει ποτέ. Το χαμόγελό του δεν θα μπορέσω ποτέ να το περιγράψω. Τα λόγια που βγήκαν απ’το στόμα του έκαναν την καρδιά μου να ξαναζωντανέψει. Τέλος, άκουσα την ευγενική του φωνή να λέει: "ΚΥΡΊΑ, ΘΈΛΩ ΜΌΝΟ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΌΤΙ Ο ΘΕΌΣ ΣΑΣ ΑΓΑΠΆ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΆ!". Όταν εξαφανίστηκε ο άγγελος αυτός ανάμεσα στο κρύο & τη βροχή, έκλεισα την πόρτα, κάθησα στην καρέκλα του πόνου & διάβασα κάθε λέξη του βιβλίου. Ύστερα, με τη σκάλα, έλυσα το σχοινί. Μου ήταν άχρηστο πια. Όπως μπορείτε να δείτε. Είμαι τώρα ένα ευτυχισμένο παιδί του Θεού. Σήμερα το πρωί, είδα το μικρό αγοράκι να κατευθύνεται σ’αυτή την εκκλησία & ήρθα να ευχαριστήσω αυτόν τον άγγελο που ήταν εκεί, στην ώρα του, για να σώσει τη ζωή μου & να την πλουτίσει με τον Λόγο του Θεού, την αληθινή πίστη & αγάπη ως την αιωνιότητα!»

 Δεν είχε καλά καλά, η γυναίκα, τελειώσει την μαρτυρία της & απ' το εκκλησίασμα, άλλοι χειροκροτούσαν, άλλοι έκλαιγαν & άλλοι έτρεξαν να της σφίξουν το χέρι.

 Ο ιεροκήρυκας, μετά το καλωσόρισμα, κατέβηκε, πήγε στην πρώτη σειρά όπου καθόταν ο Άγγελος & γονάτισε με δάκρυα στα μάτια.

Ολοκληρώνοντας:

«Eκείνος που δεν αγαπάει, δεν γνώρισε τον Θεό· επειδή, ο Θεός είναι αγάπη»

  Α΄ ΙΩΑΝΝΗ 4:8


Διαβάστε περισσότερα με: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ




Λογοτεχνικό περιβόλι!

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια