Αφιέρωμα στον Ιούνιο Επιμέλεια κειμένου:Ρένα Τζωράκη

Αφιέρωμα στον Ιούνιο Επιμέλεια κειμένου:Ρένα Τζωράκη




Το  Λογοτεχνικό περιβόλι στέλνει σε όλους τις ευχές του,  για ένα ευλογημένο, όμορφο δροσερό ,γλυκό μήνα Καλοκαιριού γεμάτο αγάπη,αισιοδοξία,χαμόγελα και Ελπίδα!!!













Ο έκτος μήνας του Καλοκαιριού,που έχει 30 ημέρες, πήρε το όνομά του
 κατά την επικρατέστερη εκδοχή, από τη σύζυγο του Δία, την Ήρα, η οποία στα λατινικά ονομαζόταν Juno, προστάτιδα του οίκου και του γάμου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο μήνας. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Ιούνιος πήρε το όνομά του από τον Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, τον πρώτο Ύπατο που θεμελίωσε τη Δημοκρατία στη Ρώμη, τον 5ο αιώνα π.Χ. Με την αναμόρφωση του Ρωμαϊκού Ημερολογίου από τον Νουμά Πομπίλιο έλαβε την έκτη θέση στο δωδεκάμηνο, πλέον, Ρωμαϊκό Ημερολόγιο, θέση που διατηρεί μέχρι σήμερα.



Στο αρχαίο Αττικό ημερολόγιο ο Ιούνιος αντιστοιχούσε με το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα Θαργηλιώνα και το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα Σκυροφοριώνα. Στο διάστημα αυτό στην Αθήνα γιορτάζονταν τα:
Βενδίδεια, προς τιμή της θρακικής θεότητας Βενδίδας (Αρτέμιδας), από τους εμπόρους μέτοικους από τη Θράκη, που κατοικούσαν στον Πειραιά. Το επίκεντρο των εκδηλώσεων ήταν στον Λόφο της Μουνιχίας (σημερινή Καστέλα) και αυτό που εντυπωσίαζε τους γηγενείς Αθηναίους ήταν η έφιππη λαμπαδηδρομία και η ολονύκτια διασκέδαση των συμμετεχόντων. Η γιορτή των Βενδιδείων αποτελεί το εναρκτήριο θέμα της «Πολιτείας» του Πλάτωνος.
Καλλυντήρια και Πλυντήρια, γιορτές που σχετίζονταν με τον καθαρισμό του ναού της θεάς Αθηνάς.
Σκιροφόρια, γυναικεία γιορτή προς τιμή της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
Διιπόλια ή Διπολίεια, εορτή αφιερωμένη στον Δία με θυσία βοδιού.
Σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας ο Ιούνιος έχει τη δική του ξεχωριστή ονομασία. Στα Γρεβενά αναφέρεται ωςΚερασάρης και στον Πόντο ως Κερασινός επειδή ωριμάζουν τα κεράσια, ενώ λόγω του «ερινασμού» ή «ορνιασμού» (τεχνητή γονιμοποίηση με ορνούς ή καρπούς άγριας συκιάς) των ήμερων σύκων ονομάζεται Ορνιαστής στην Άνδρο, Ρινιστής στην Πάρο και Απαρνιαστής σε διάφορα άλλα μέρη. Είναι όμως κυρίως γνωστός ως Θεριστής: «Αρχές του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή», αφού συνδέεται άμεσα με την ωρίμανση και το θερισμό των δημητριακών. Το θέρισμα γίνεται με το δρεπάνι αρχίζοντας από το μέρος που έχει λυγίσει τα στάχυα ο αέρας.

Μεταξύ των εθίμων του θερισμού αυτά που σχετίζονται με τα τελευταία στάχυα έχουν πολλά κοινά στοιχεία με άλλους ινδοευρωπαικούς λαούς. Σε μερικά μέρη άφηναν αθέριστα τα τελευταία στάχυα, ενώ σε άλλα έπλεκαν μια δέσμη, σε σχήμα σταυρού, που την έλεγαν χτένι, ψαθί ή σταυρό, και την τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Την εποχή της σποράς τα έτριβαν κι ανακάτευαν τους κόκκους τους με τον καινούργιο σπόρο. Το αθέριστο κομμάτι ήταν τα γένια του νοικοκύρη, «αφήνω του ζευγολάτη τα γένια» έλεγαν, ενώ σε άλλες περιοχές ονομάζονταν «τα γένια του Θεού».

Στο τρίτο δεκαήμερο του μήνα συμβαίνει και το θερινό ηλιοστάσιο ή η θερινή τροπή του Ήλιου, το επονομαζόμενο «λιοτρόπι» από το λαό μας, εξ ου και η ονομασία του Ιουνίου ως «Λιοτρόπη». Πράγματι, στις 21-22 Ιουνίου ο Ήλιος φτάνει στο βορειότερο σημείο της εκλειπτικής και αρχίζει να κατέρχεται και πάλι «τρεπόμενος» προς τον ισημερινό. Το σημείο αυτό ονομάζεται θερινό τροπικό σημείο ή απλώς θερινή τροπή, επειδή ο Ήλιος τρέπεται και πάλι προς τον ισημερινό και από την ημέρα αυτή αρχίζει το καλοκαίρι. Επειδή, μάλιστα, για μερικές μέρες πριν και μετά τη θερινή τροπή ο Ήλιος φαίνεται να αργοστέκει πάνω στην εκλειπτική σαν να είναι έτοιμος να σταματήσει, το θερινό τροπικό σημείο ονομάζεται επίσης και θερινό ηλιοστάσιο.

Πριν από 2.000 χρόνια το σημείο του θερινού ηλιοστασίου βρισκόταν στον αστερισμό του Καρκίνου, γι’ αυτό και ο Βόρειος Τροπικός Κύκλος ο οποίος διέρχεται από το σημείο αυτό ονομάστηκε «Τροπικός του Καρκίνου». Μετά τη θερινή τροπή, ο Ήλιος αρχίζει να κατεβαίνει προς το Νότο, άρα «καρκινοβατεί», δηλαδή κάνει μια οπισθοδρομική κίνηση σαν τον κάβουρα. Φυσικά, σήμερα, λόγω της μετάπτωσης των ισημεριών, το σημείο του θερινού ηλιοστασίου βρίσκεται στον αστερισμό των Διδύμων, ενώ ο Ήλιος εισέρχεται στον αστερισμό του Καρκίνου στις 21 Ιουλίου και παραμένει εκεί επί 21 ημέρες, μέχρι τις 11 Αυγούστου.

Στις 24 Ιουνίου έχουμε τη γενέθλια εορτή του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου: «Τ’ Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη», εξ ου και το όνομα που δίνεται στον Ιούνιο «Αϊ-Γιαννίτης» ή «Αγιογιαννίτης». Η γιορτή του είναι ταυτισμένη με δυο κύκλους εθίμων: με τον Κλήδονα και τις φωτιές που ανάβουν την παραμονή. Εξ ου και οι προσωνυμίες «Φανιστής» και «Ριζικάρης», αλλά και «Ριγανάς», επειδή εκείνη την ημέρα μάζευαν ρίγανη.

Κληδών (γεν. κληδόνος) στην αρχαιότητα σήμαινε οιωνός ή προμήνυμα. Ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης μας περιγράφει: «Την παραμονή της γιορτής του Αϊ-Γιάννη πηγαίνει ένα παιδί που ζουν και οι δυο γονείς του (αμφιθαλές) και φέρνει «αμίλητο» νερό στο σπίτι όπου έχουν συμφωνήσει να γίνει ο Κλήδονας. Το αμίλητο νερό το βάζουν σε μια στάμνα και μέσα ρίχνουν τα ριζικάρια, δηλαδή από ένα φρούτο ή κάποιο μικροαντικείμενο, με ένα χαρακτηριστικό σημάδι, για να ξεχωρίζει ο κάτοχός του. Σκεπάζουν έπειτα το σταμνί μ’ ένα κόκκινο πανί, βάζουν πάνω μια κλειδαριά (εξ ου και η εσφαλμένη γραφή Κλείδονας) και το αφήνουν τη νύχτα έξω στο ύπαιθρο για να «αστρονομηθεί», να δεχτεί τη μαγική επήρεια των άστρων. Την επαύριο φέρνουν το σταμνί στο σπίτι, μαζεύονται όλοι γύρω-γύρω κι ένα παιδί, αμφιθαλές και αυτό, βγάζει τα ριζικάρια, ενώ οι άλλοι τραγουδούν ένα αλληγορικό δίστιχο».

Το αρχαιοελληνικό έθιμο του Κλήδονα περιγράφεται ως εξής από τον Ηλία Αναγνωστάκη: «…μια κόρη στο πηγάδι, στο βρύσιμο του Ιούνη και του κλήδονα, είναι η αληθινή πηγή της ζωής, που περιμένει το γυρισμό. Είναι η νέα που στου Αϊ-Γιαννιού, στις 24 του Ιούνη, γίνεται η Καλλινίτσα, πηδά τις φωτιές, ζυμώνει την αλμυροκουλούρα και, τρώγοντάς την , από τη δίψα θα ονειρευτεί μέσα στη νύχτα τον νέο που της προσφέρει την ερωτική δροσιά, το νερό να ξεδιψάσει. Κι ακόμη, είναι η νέα που φέρνει το αμίλητο νερό, ανοίγει τον κλήδονα, ψάχνει τον ήλιο-σύντροφο μέσα στο σκοτεινό, σαράντα οργιές βαθύ, πηγάδι του έρωτα. Και για τους δυο, κόρη και νέο, το νερό κοιμάται, είναι αμίλητο και μόνον λάλον είναι το ύδωρ της μαντικής κατασταλίας του κλήδονα και του στοιχείου: θεριόνερο, νεραϊδόνερο».

Στην Κοζάνη το έθιμο του «Κλήδονα» αναβιώνει κάθε χρόνο στην Αιανή και στο Χρώμιο: «Κάθε 23 Ιούνη το απόγευμα, στην πιο όμορφη και λουλουδένια αυλή ενός σπιτιού, μαζεύονται γυναίκες, παραδοσιακά ντυμένες, για να στολίσουν ένα γκιούμι με λουλούδια. Ταυτόχρονα οι ελεύθερες κοπέλες δένουν στο δαχτυλίδι τους μια κόκκινη κλωστή, το ρίχνουν στο γκιούμι που το γεμίζουν με νερό και τραγουδούν. Την επομένη το απόγευμα μαζεύονται και πάλι οι γυναίκες του χωριού, μια ελεύθερη κοπέλα παίρνει το στολισμένο γκιούμι και με τραγούδια στο δρόμο πάνε στις 3 βρύσες. Εκεί γεμίζουν και αδειάζουν τρεις φορές το γκιούμι και τραγουδούν σε τοπική διάλεκτο. Με τραγούδια καταλήγουν στην πλατεία, με ορχήστρα χορεύουν και ενδιάμεσα στο γλέντι βγάζουνε τα «κλήδονα». Μια ελεύθερη κοπέλα τραβάει μέσα από το γκιούμι ένα δαχτυλίδι που θα αναδείξει την πρώτη κοπέλα που θα αρραβωνιαστεί . Και έτσι το γλέντι συνεχίζεται ως αργά»,

Αν και τα έθιμα αυτά της υπαίθρου, που τα κρατούσε ζωντανά στην πόλη η «γειτονιά», σιγά-σιγά λησμονιούνται, οι παλιότεροι δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις παιδικές αναμνήσεις μας και τα πηδήματα πάνω από τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη. Αναμνήσεις που αναβιώνουν κάθε φορά που ακούς τραγούδια όπως εκείνο του Λευτέρη Παπαδόπουλου για ΄κεινο το Σάββατο κι απόβραδο στην Αριστοτέλους που «φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους/τ’ Αϊ-Γιάννη θα ‘τανε θαρρώ». Ή εκείνο το άλλο του Μάνου Ελευθερίου: «Ανάβουνε φωτιές στις γειτονίες, του Αϊ-Γιάννη / αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες / που ‘χουν πεθάνει».

ΠΗΓΕΣ:

Σιμόπουλος, Διονύσης Π. Οι Μήνες Μάιος και Ιούνιος, Γεωτρόπιο Ελευθεροτυπίας, Τεύχος 472 (2 Μαϊου 2009)
Βικιπαίδεια,
San simera.gr






Παροιμίες για τον Ιούνιο


Απ’ αρχής τον θεριστή, του δρεπανιού γιορτή.
Γενάρη πίνουν το κρασί, το θεριστή το ξίδι.

Θεριστής με το δρεπάνι, τον καιρό του δεν τον χάνει.

Ιούνης τρέφει κεράσια στ’ αμπέλι, και ψάλτη το τζίτζικα στέλλει.

Καλώς τόνε το θεριστή, όπου μας εγλιτώνει, και με τα στάρια τα πολλά, το σπίτι μας φορτώνει.

Τον Ιούνη αφήνουν το δρεπάνι, και σπέρνουν το ρεπάνι.

Ποιήματα για το Καλοκαίρι:



Κλείτος Κύρου, «Τοπίο καλοκαιριού»
Στα χέρια σου φυτρώνουν νηπενθή
Και μπλέκονται δυο ήλοι στα μαλλιά σου.
Στα χείλη σου γυρνά τα σιωπηλά σου
Η λέξη που προσμένουμε να ‘ρθεί.

Μασχάλη τεντωμένη, γιασεμιά
Στο μέτωπο, ήλιος απ’ άκρη σ’ άκρη.
Τα φύκια, που τα μούσκεψε το δάκρυ
Της θάλασσας, τραβούν φυρονεριά.

Τις φτέρνες σου φλογίζει η αμμουδιά,
Το πέλαγο σου σκίζει τις λαγόνες.
Ανάσκελα κι οι ολόγυμνες γοργόνες
Κράζουν με βόγκο τ’ άγουρα παιδιά.

Τα στήθη σου αναδεύουν πυρετούς,
Συντάχτηκαν τ’ αστέρια στη ματιά σου.
Κινήσαν απ’ τις ρίζες της καρδιάς σου
Οι άγριοι να σου φέρουν τους λωτούς.

Χαράζω τ’ όνομά σου στην ελιά
Και ψάχνω των ανέμων τα λημέρια.
Πεθαίνουν τα ξανθά τα καλοκαίρια
Και φεύγουν για το νότο τα πουλιά.
(Κλείτος Κύρου, «Εν όλω, συγκομιδή», εκδ. ΑΓΡΑ)

Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»
                     (απόσπασμα)



“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
σε  τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…
Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…
Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα
πρωτόγονη ακυβέρνητη…
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.
Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…
Και τότε ορθώθηκα
κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…
Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…
Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα
με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…
κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.
Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα
χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…
Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα
και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…
Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί
στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.
Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα
δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.
Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός
σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε
μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”
(Σύγχρονη ερωτική ποίηση, 42 Έλληνες ποιητές, Καστανιώτης)




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια