Βιβλιοπαρουσίαση της ποίησης του Θανάση Σεκληζιώτη και ενδεικτικά ποιήματά του.Επιμέλεια κειμένου:Ρένα Τζωράκη

Βιβλιοπαρουσίαση της ποίησης του Θανάση Σεκληζιώτη και ενδεικτικά ποιήματά του.Επιμέλεια κειμένου:Ρένα Τζωράκη











Αντίλογος...

Έδωσαν οι πνοές του Θεού άδολες αγάπες,
στις ανείπωτες στιγμές των δεδομένων θέσεων.
Στο αντιφέγγισμα του μυαλού, κάτι σατράπες,
έρμαια χαμένων λόγων, ποταπών αιρέσεων,
μονολογώντας τραβούν μοναχοί τον Γολγοθά τους.
Η φύση γύρω πάλλει, ξυπνώντας τα όνειρά τους.

Ο αέρας με ένα συνταίριασμα του δειλινού
παίρνει το ροδόχρωμα αγκαλιά και, έτσι μαζί,
απλώνονται πάνω στους ήχους μακρινού εσπερινού
μικρής εκκλησιάς που στην ψυχή μου χρόνια τώρα ζει.











Εκ του μακρόθεν αι παρειαί, πορφυραί των χνώτων,
αντιφέγγιζαν και ο έρωτας ήτον αυτάρκης..!"

2.

Να είναι Κυριακή.

Θα φύγουμε ένα πρωινό σιωπηλά.
Μαζί μας θα έχουμε νότες ερώτων,
για μουσική στο μακρινό μας ταξίδι.
Να 'ναι Κυριακή, να περιμένουν ήδη
οι χαμένες μορφές ποιητών, των πρώτων
στην άφιξή μας ψυχών, να 'ναι αγκαλιά.

Μαζί τα χέρια θα βαστούμε τρυφερά.
Στα σύννεφα της λησμονιάς μην χαθούμε,
στους πρωτόγνωρους τόπους που πηγαίνουμε.
Να είναι Κυριακή, μαζί σα βγαίνουμε,
απ' της εκκλησιάς την πόρτα, ας σταθούμε,
ας γελάσουμε στα χρόνια τα ζοφερά.

Ο τελευταίος ασπασμός ψιθυριστά,
στις μνήμες των πολλών πάντοτε ν' αντηχεί,
σιωπηλό τραγούδι, χαλεπό μήνυμα.
Να 'ναι Κυριακή, τα γέλια, ξεκίνημα
όμορφο από πάνω μας σαν μιά ευχή
των μικρών παιδιών που παίζουν αντικριστά.!

3.

"ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ"

Πέρασες στον κατακόρυφο τελειωμό.
Τα μάτια σου έγειραν θολά στο πλάι.
Οι συμπληγάδες μήνυσαν τον ερχομό.
Τα χείλη σου σφίχτηκαν τούτον τον Μάη.

Χαιρέτησες νωθρά τα πλήθη γύρω σου.
Σαν οπτασία κι' αυτά, απλά σου γνέψαν.
Το σώμα μοσχοβόλησε απ' το μύρο σου
και συνεπήρε αυτούς που το γυρέψαν.

Τρεις Κυριακές μοναχός σου συ γιορτάζεις.
Τ' Άγια χώματα το σπίτι ετοιμάζουν.
Τις άσπρες νύχτες ειρωνικά κοιτάζεις,
καθώς τα πρωινά με πόνο σπαράζουν.

Τρεις νύχτες μόνος σου έμεινες κει πέρα.
Τα όνειρά σου εγίνανε βοριάδες.
Τρεις Κυριακές το βλέμμα, όμοιο σφαίρα,
γι' αυτήν την πληγή που κλαίνε οι μανάδες.!

4.

ΦΟΒΟΣ

Ερήμωσαν οι τόποι απ' τις φωνές σου,
στης φαμίλιας το γλυκό ψωμί λείπει,
τα μάτια σου όνειρα θολά αρμενίζουν,
σε θάλασσες πλατιές έμειναν οι πνοές σου.
Ο λυτρωμός απόστασε κι έγειρε με λύπη,
τους φόβους και τις ανάσες σου θυμίζουν.

Απόψε δυό λόγια, αχ πώς τα γλυκοποθείς,
πώς τα θέλεις σα διψασμένος οδοιπόρος!
Μες την καρδιά μου, το βλέμμα σου αντηχεί,
σαν εκκλησιάς παράκληση, θες να σωθείς.
Σαν μοναχικός ερωτευμένος κανταδόρος,
το τραγούδι σου κλώθει μέσα σου σαν ευχή.

Αυτό το βράδυ γεννιέσαι και πεθαίνεις μόνος,
τα λιγοστά πρέπει σου στασίασαν και πάλλουν,
του μυαλού η σκοτοζάλη ερήμωσε ξανά,
οι άριες φυλές της ψυχής σου, άμετρος πόνος,
μουρμουρίζουν έναν ύμνο και σιγοψάλλουν
την δέηση που λεν οι Αγγέλοι, το Ωσαννά!

Χεράκια μικρά, τόσο μικρά, σαν τάματα,
που κρέμονται σε εικόνες και σκηνώματα,
είναι βαθιά μέσα σου οι πεθυμιές σου τώρα
κι ο έρωτας στερνόπουλο, σαν τα θάματα,
που γίνονται σαν το δάκρυ βρέξει τα χώματα
κι ερημιές αναβρύσουν μύρο αυτή την ώρα...!

(Αφιερωμένο...)

5.

Σιωπή.

Πολλές μέρες, πολλές νύχτες, ατέλειωτη ώρα,
χωρίς καν το θρόισμα τ' αέρα, χωρίς μιλιά,
στο βλέμμα η απελπισιά, κρεμασμένη αιώρα,
ζωγραφισμένη στους κανθούς μ' αόρατο μολύβι,
"ανεμοδαρμένα ύψη" της δόξας μας τα φιλιά
κρέμουν στην άκρη του στόματος γραμμή που τα νίβει.

Στις παρυφές της άφραστης εγωπάθειας του νου μας,
στέκουν σαν μικρά περιστέρια που ερωτοτροπούν,
οι εμμονές που κυκλώνουν τον πόθο του θυμού μας
κι ύστερα σιωπή, νεκρική σιωπή και πάθος μαζί,
οικτιρμοί στα σύννεφα της λησμονιάς, σιγοπνοούν,
άηχα λόγια, μες στα μάτια αγάπης που δεν ζει.

Σαν ξέθωρες γραμμές από στοιχειωμένα γράμματα,
που δεν σβήνουν ποτές, λες και οι μοίρες τα έγραψαν
να μας δικάσουν αιώνια, ασίγαστα σαν τάματα,
γίνηκαν τα λόγια μας σιωπή, μένος, αγριωπά
κι οι σκέψεις μας έγειραν χάμω και πικροέκλαψαν,
αυτές τις ώρες που η χαμένη αγάπη σιωπεί...!

6.

ΜΙΚΡΑ ΟΝΕΙΡΑ

Κάποτε θα μας διαπεράσουν οι ενοχές
και θα σκύψουν πάνω μας σαν μικρές ανάσες.
Μες στη ψυχή μας θα διαβάσουν τους πόθους,
τα μυστικά μας, τις αγωνίες μικρών παιδιών,
που θέλοντας να παίξουν στις αλάνες
πνιγόντουσαν σε ανεξίτηλα ωχρά διότι.
Κάποτε οι στερνανάσες της παιδικής αφέλειας
θα φαίνονται στου ερέβους του νου μας,
σαν αλαργινές οπτασίες από πεταρίσματα,
μικρών πουλιών στις άκρες των ματιών
κι οι μνήμες των καιρών θα διαμελιστούν,
σε χαμένους κύκλους ανάστασης, σε διάφανες,
μικρές σελίδες της χαμένης παιδικής ζωής μας.
Κάποτε οι λογισμοί μας θα γίνουν αραχνόνειρα,
ιστοί που θα τρεμοπαίζουν στ' ανασάλεμα τ' αέρα,
από τις βρώμικες ανάσες των χαμένων υπάρξεων
κι οι παιδικές μουσικές της ψυχής μας
θα ζωντανέψουν ξανά, μ' ένα γιορτινό τραγούδι
ατέλειωτων μόχθων, αναφαίρετων διαστάσεων
κι οι παιδικές μάγισσες των παραμυθιών μας
θα γίνουν άσημες, ισχνές Ερινύες στο νου μας,
σαν μικρές, τοσοδούλες αχνές φωτογραφίες,
μες στην αιωνιότητα που 'ρχεται να μας πάρει...!

7.

"Στις ψυχές των ποιητών"

Στους περασμένους χρόνους, εκεί στα πλάτη,
των πικρών ρυθμών και στιγμών του μυαλού,
νίβονται κάποιοι "πόντιοι πιλάτοι",
ρίχνοντας αδρά τις ευθύνες τους αλλού
και με την δύναμη του ψεύτικου φαλλού
χάρτινους πύργους πάνω στην άμμο χτίζουν,
γεμίζοντας βρώμα την άκρη του γιαλού,
των ψυχών που μόνο μπαλάντες γνωρίζουν.


Ας σταθούμε νικητές μπρός σε παλάτι,
μην έχοντας όμως όψη του ντροπαλού.
Με το πρωτοξύπνημα του ζευγολάτη,
ας οργώσουμε τα χωράφια του καλού,
να σπείρουμε χρώμα ροδαλού αφαλού,
μέσα στις καρδιές ανθρώπων που ελπίζουν,
στη νέτη ρίμα του λόγου του χθαμαλού,
των ψυχών που μόνο μπαλάντες γνωρίζουν.


Με την αγέρωχη μορφή στρατηλάτη
και με την φωτιά του πόθου του σιγαλού,
ας κουβαλήσουμε επάνω στην πλάτη
αυτούς, "τους απελάτες των λόγων", γι' αλλού,
μήπως οι πένες συρμένες στου ομαλού
χαρτιού, με την δόξα, ξανά θα ορίζουν,
την γλώσσα με την αίσθηση του απαλού,
των ψυχών που μόνο μπαλάντες γνωρίζουν.


Σταθήτε! Κτίσατε μακριά του αιγιαλού
των λέξεων, που πάντοτε θα θυμίζουν,
"τις φωτεινές στιγμές των λυγμών" απ' αλλού,
των ψυχών που μόνο μπαλάντες γνωρίζουν.!

8.
"Χωρισμός"

Στ' απόβροχο σταμάτησε η θολή ματιά.
Τα βρεμένα ρόδα του Μάη σταλάζουν.
Στα χείλη καίνε ακόμα δύο φιλιά.
Σύννεφα στον ουρανό θέσεις αλλάζουν.

Ένας διαβάτης σέρνει τα πόδια βαριά.
Ο ήχος ταράζει τον έρημο δρόμο.
Οι λάσπες παίζουν την μπάντα τους γοερά
κι ακουμπάνε χορεύοντας στον ώμο.

Η σκυφτή φιγούρα συνέχεια μικραίνει.
Στο βάθος του νότου μιά ξένη αγκαλιά.
Μι' αχτίδα του ήλιου την πλάτη του ραίνει,
χρώματα άλικα, ξωτική ζωγραφιά,
καθώς χάνεται από τη γαλανή θωριά.!


9.

"Θέλω."

Θέλω να σου μιλήσω για την άχραντη που εχάθη
αγάπη, γι αυτήν που χρόνια μέσα μου εζούσε,
για τις μέρες που χάθηκαν από τόσα λάθη,
για την ανάσα των μικρών παιδιών που ανθούσε
στις γιορτινές στιγμές των μαγικών των φώτων.

Θέλω να σου πω για την φυγή απ' τους χρυσούς θόλους
του κουρασμένου μου κορμιού και της ψυχής τον πόνο,
απ' τα κατώφλια τ'ουρανού, πάνω κι απ' όλους,
απ' τους αβανιάρηδες που ποτέ μου δεν πληγώνω,
όταν οι ανάσες έρχονται στις παρειές των χνώτων.

Θέλω ν' αφουγκράζομαι, την κάθε στιγμή κοντά σου,
τους χτύπους της καρδιάς, που έγινε δικιά μου,
κι όπως θα γίνεται χορός το κάθε ανάσασμά σου,
θα 'ναι η λύτρωση θαρρώ, παντοτινή, γλυκιά μου,
όταν οι πόνοι ξεπεράσουν τις αντοχές των αιχμαλώτων.

Θέλω τις νύχτες να φαντάζομαι σαν αηδονολαλιά,
το ρίγος το λιγόθυμο απ' των χεριών τα χάδια,
τον ήχο των χειλιών που καίνε απ' τα φιλιά,
καθώς το σκότος, θα 'ρχεται έρποντας τα βράδια,
στις γιορτινές στιγμές των παντοτινών ερώτων.

Θέλω να σου πω με μία λέξη, άλλες χίλιες
σ' ένα παλιό κιτρινισμένο γράμμα που θα έχεις,
όταν οι λήθες των καιρών, μέσα απ' τις γρίλιες,
θα σου ζητούν απελπισμένα να το βρέχεις,
στις γιορτινές στιγμές των μαγικών  των φώτων.!

10.

Μοίρα μου...

Κάποια στιγμή θα σ' ανταμώσω, μοίρα μου, και πάλι,
τις άχρωμες εικόνες της ζωής μου θα σου δείξω,
μπροστά σου θα σου ξεφυλλίσω και μιά μικρή άλλη
εικονίτσα, απ' τα βάθη της ψυχής μου θα σ' ανοίξω,
εμπρός στ' αδέσποτα, ασπρόχερα της συλλογής σου.

Μία μικρή σταγόνα απ' της ζωής το περιγιάλι,
μες στ' ακροδάχτυλά σου να κρατήσεις για να νίψω,
τα όνειρά μου σαν παιδί, στης μάνας την αγκάλη,
μες στα γλυκά τα στήθια της, κρυφά να γλυκοσκύψω
και σαν νανούρισμα μωρού να είναι η οργή σου.

Κι όλα τριγύρω μιαν ευχή, λουλούδια σ' ανθογυάλι,
θα 'ναι της μάνας η αγκαλιά, τώρα που θα λείψω,
γλυκιές λαλιές θε ν' ακουστούν, μες του μυαλού τη ζάλη,
του θανάτου μου τα βήματα, μέσα μου να κρύψω,
μην τ' ακούσει σαν χαθώ, στα σοκάκια της φυγής σου.

Θέλω την στερνή μου ώρα η μάνα μην τη νιώσει,
σα λυχναράκι να σβηστώ, στα κρίνοδαχτυλά της,
τα μάτια της να θωρώ, η ζωή μου σαν τελειώσει,
όπως λεχούδι τα 'βλεπα, μέσα στην αγκαλιά της,
ν' αποκοιμιέμαι ήσυχα και να με νανουρίζει.

Θέλω την ώρα που θα 'ρθεις μην έχει πια νυχτώσει,
να είναι ντυμένη όμορφα, μέσα στα καλά της,
να μη σε δει, μοίρα μου, κι η καρδούλα της ματώσει,
να 'ρθεις μονάχη αέρινη, κρυφά στον μαχαλά της
και μην της πεις πως τώρα πια ο γιος της τη χωρίζει.

Θέλω η μανούλα μου, απ' τα χνώτα σου να γλυτώσει,
να μην απλώσεις πάνω της, τα χέρια στα μαλλιά της,
κι ούτε και το ροδόσταμο, που 'χει αγάπη τόση,
της πάρεις έτσι φανερά και σβήσουν τα φιλιά της,
κείνα τα στερνόφιλα, που μόνο αυτή γνωρίζει.

Και σαν μ' ακούσεις, μοίρα μου, εγώ θα σε ποτίσω
το τελευταίο νάμα μου, απ' της ψυχής τα βάθη,
απλόχερα θα σου δοθώ, μαζί θα περπατήσω,
μαζί με σένα που θωρώ, απ' της ζωής τα λάθη,
κείνα τα λάθη τα τρανά και της πνοής τα πάθη...









Δημοσίευση σχολίου

1 Σχόλια

  1. Πανέμορφος ποιητικός λόγος!!! Όταν η Γνώση της ποιήσεως και των δομών της αναμειγνύεται με την ευαισθησία ,την τρυφερότητα, και το άνοιγμα της ψυχής του ποιητή, τότε έχουμε αυτά τα υπέροχα χρώματα του ποιητικού του λόγου!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή