Βιβλιοκριτική για τον Στέλιο Βισκαδουράκη με τίτλο «Στη ρωγμή του χρόνου» Γράφει η Ρένα Τζωράκη

Βιβλιοκριτική για τον Στέλιο Βισκαδουράκη με τίτλο «Στη ρωγμή του χρόνου» Γράφει η Ρένα Τζωράκη










Τον Στέλιο Βισκαδουράκη είχα την ιδιαίτερη ευλογία να τον γνωρίσω από κοντά στον λογοτεχνικό κύκλο Ηρακλείου και να διαπιστώσω την σεμνότητά του, την βαθιά ευαισθησία του, τον  βαθυστόχαστο  και επαναστατικό του λόγο ,την λυρική του διάθεση εκεί που χρειάζεται, την πηγαία καλοσύνη του,  η οποία σε συναρπάζει από την πρώτη στιγμή , αρκεί να   κοιτάξεις  τα  μάτια του, και να δεις εκείνη την καθαρότητα,  που   πηγάζει από την ψυχή του, γιατί είναι αλήθεια πως τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής…
Ο Στέλιος Βισκαδουράκης   έχει  βραβευτεί πολλές φορές σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και τώρα πήρε το βάπτισμα του πυρός σαν συγγραφέας με το πρώτο του βιβλίο «Στη  ρωγμή του χρόνου».
Ο συγγραφέας  ταγμένος στην Υπηρεσία του Λόγου, στρατιώτης στη πρώτη γραμμή ,παραδίδει μαθήματα γραφής σε όλους εκείνους   που τους  αρέσει  η αληθινή ποιότητα στην Λογοτεχνία με  λόγια ποιητικά  σαν άνθη  εύοσμα,  που θα αντέξουν στους  χρόνους που έρχονται …
 Κατάθεση ψυχής ο λόγος του ,που  με την ξεχωριστή γραφίδα  του, την ευαισθησία του, την αισθαντικότητατά του, την ευγένεια της ψυχής του,  την τρυφερότητα της καρδιάς  του ,μεταφέρει μηνύματα ηθικοπλαστικά, σε μια εποχή  άνυδρη πνεύματος και προσπαθεί να μας δείξει πως ο μόνος δρόμος που οδηγεί στο Φως  και την λύτρωση είναι η άνευ όρων ΑΓΑΠΗ.
Ο συγγραφέας , που έχει άριστες γνώσεις Φωτογραφίας και ζωγραφικής αναζητά την  αλήθεια, την  αιώνια ομορφιά
, , τον έρωτα, την Αγάπη , την πατρίδα, την ιστορία και τις ανθρώπινες αξίες  και τις μετουσιώνει σε τέχνη.
Διαβάζοντας το βιβλίο του ,
είδα και διαπίστωσα έναν αφτιασίδωτο και ανεπιτήδευτο άνδρα, που κάνει το λόγο του πράξη αγάπης, την αγάπη του για τον άνθρωπο.
Με βλέμμα παρθενικό, ώριμη σκέψη, ανιδιοτέλεια ,αλλά και με έλλογη γνώση.
Με συνειδησιακή κρίση και ανυπότακτη σκέψη στέκεται μπροστάρης, συναιμός και όμορος κοντά στον πονεμένο και καταπιεσμένο άνθρωπο
.Δροσίζει τα φρυγμένα του χείλη, συντροφεύει την  εσωτερική μοναξιά του και γίνεται γνήσιος οραματιστής και μύστης της αγάπης, πλημμυρίζει το είναι του  ομορφιά και με την φιλοσοφική του ενόραση στέκεται αντιμέτωπος σε κάθε είδος σκοταδισμού του.
Συνοδοιπορεί στην κοινωνική αγωνία του κόσμου με πονήματα ήθους, αποστάγματα πείρας και  σοφίας.
 Το βιβλίο του απαρτίζεται από 19 διηγήματα, περίσσευμα αγάπης που χαρακτηρίζονται από μεστότητα, πυκνότητα λόγου, μια συλλογή  από χρώματα και αρώματα μιας άλλης εποχής τότε που το ήθος, η ειλικρίνεια, τα ιδανικά ,τα υψηλά οράματα ,η αγάπη για την πατρίδα ,τον Θεό, την οικογένεια, και την Αρετή χαρακτήριζε τον πνευματικό  ΆΝΘΡΩΠΟ.
Λόγος που ρέει ,σαν τρεχούμενο καθαρό νερό και ξεδιψά τον αναγνώστη  από την  Καλοκαιρινή κάψα.
Λόγος γλαφυρός, μεστωμένος, που  τους μελιειδείς καρπούς του απολαμβάνουμε στην κάθε επικοινωνία μας, γιατί έχει ομορφιά, βαρύτητα, ορθή λογική,  θάρρος και παίρνει θέση νυστεριού που με τη βαθιά του τομή επεμβαίνει στα σάπια και στ’ άχρηστα των δραμάτων μας και της απογνώσεώς μας.
Διηγήματα με  καθαρότητα , ακρίβεια  και  ποιητική μορφή, που θροίζουν την ψυχή και την φτερώνει και τα αποδίδει  με τα πολύχρωμα πινέλα της καρδιάς  του,  αθόρυβα απλά και σιωπηλά σαν  ουράνιο τόξο , και μιαν εξομολογητική Αλήθεια ,γιατί , όπως γράφει στους στίχους του ο  Νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης:

«Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.»





Ο Ζεϊμπέκικος της Ιουλιέτας 

«Στο υπόσχομαι», της είπε ο Βάγγος, γονατίζοντας στον ρυθμό της μουσικής τους μηρούς και την καρδιά του και ολισθαίνοντας το αέρινο σώμα της πάνω στο δικό του, χωρίς να την αφήνει να ακουμπάει κάτω. Τέτοια συνοχή ψυχής και σώματος με θηλυκό, ο Βαγγέλας, ποτέ δεν είχε νοιώσει. Έρωτας αυτός ο χορός, χωρίς πράξη. Αμόλυντος, χωρίς στρώματα ιδρωμένα και δωμάτια μισοσκότεινα. Φωτεινή σκηνή, μπροστά σε όλους. Ξάστερος και πεντακάθαρος. Αρσενικό, θηλυκό και ανάμεσά τους, ο Θεός. Και κράτησε ώρα πολλή. Δυο στροφές μόνο πριν το τέλος, ξώφαλτσα, πήρε το μάτι του τα χέρια και τα πέλματα της Τζουλιέτας. Ήταν γεμάτα αίμα, καθάριο, κόκκινο, αγνό. 
                                                   **
Μέλι απ’ τη Σμύρνη, λάδι απ’ την Κνωσό



                                          
                                                                           Ηράκλειο – Φορτέτσα
Αύγουστος 1924    
                                 
   Ο άνδρας σήκωσε το μικρό, γυάλινο, σκεπασμένο μπουκαλάκι με το μέλι στον αέρα, την ώρα που έδυε ο ήλιος, όπως το ’χε συνήθειο να κάνει κάθε απόγευμα. Πίσω απ’ το μπουκαλάκι, ο Στρούμπουλας, όπως λέγαν το βουνό οι Κρητικοί, παραμορφώθηκε και χώρεσε μέσα στα όρια του γυαλιού. Το Ηράκλειο στο βάθος μακριά, όπως φαινόταν απ’ τον λόφο της Φορτέτσας, στριμώχτηκε κι αυτό μέσα στο μέλι και τα λεπτά τοιχώματα του μπουκαλιού, μαζί με τη θάλασσα του Κρητικού Πελάγους που χύθηκε μέσα του. Οι πορτοκαλί και οι χρυσές ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν πέρα για πέρα το μικρό μπουκαλάκι κι έδωσαν στο μέλι, τα σπίτια του Ηρακλείου και τη θάλασσα που φαινόταν μέσα του, ένα μεθυστικό κεραμιδί χρώμα. Χάθηκε η πόλη μέσα στον μικρό γυάλινο χώρο, στο φως και τη γλύκα του μελιού. Ξέχασε τ’ όνομά της, όπως κάθε μεθυσμένη πόλη, μες στο ηλιοβασίλεμα. Εκείνος έκλεισε το ένα του μάτι κι επικέντρωσε, όσο μπορούσε, το βλέμμα του στο μικρό χρωματιστό γυαλί που κρατούσε, στην πόλη και το βουνό που είχαν χωρέσει μέσα του.
«Σμύρνη!» είπε, ανοιγοκλείνοντας τα χείλη του. «Ώσπου να ζω, θα σε βλέπω μια φορά τη μέρα μες απ’ το μέλι σου και θα ζω, ώσπου να σε ξαναδώ μπροστά μου».

                                             **

                  Η Ορχήστρα του Σύμπαντος
 Είχε βραδιάσει. Έτρεξε οργισμένος στην εκκλησία. Έσπρωξε την πόρτα. Κανείς. Πλησίασε τον Εσταυρωμένο. «Γιατί; Μου υποσχέθηκες!» του φώναξε δυνατά. «Γιατί τώρα;» Άρπαξε μια καρέκλα, πήγε στην Αγία Τράπεζα, κράτησε τον ώμο του Χριστού κι έφτασε στο ίδιο ύψος με Κείνον. Έβγαλε έναν σουγιά οργισμένος και τον ακούμπησε πάνω στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. «Εγώ λεπρός κι Εσύ λεπρός» Του είπε κι έκανε να πιέσει τον σουγιά πάνω στα ζωγραφισμένα χείλη του Ιησού. Ήθελε να τα σβήσει, να τα χαράξει, να τα αφανίσει. Πονούσε τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή, μα δεν ήξερε αν ο πόνος ήτανε από την πληγή στο πρόσωπό του ή από την ψυχή του. Του ’ρθε να λιποθυμήσει. Αγκάλιασε τον Σταυρό και τους ώμους του Θεού, να μην πέσει. Έγειρε το κεφάλι του κι ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του Ιησού. Δάκρυα, για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκε στο νησί, έτρεξαν απ’ τα μάτια του και κύλησαν στο πρόσωπό του. Το έκζεμα τον έτσουξε πιο πολύ. Δάκρυα και αίμα απ’ την πληγή έτρεξαν και πάνω στο πρόσωπο του Εσταυρωμένου. Έμοιαζαν σαν δυο υγρές γέφυρες πάνω στα πρόσωπα που ένωναν τους δυο άνδρες. Μια στιγμή φάνηκε στον Τζο ότι πέρασε όλη η ζωή μπροστά του. Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Ιησού και του είπε: «Δεν κλαίω για την αρρώστια που με πονάει. Για μας τους δυο κλαίω. Εδώ που είσαι στο σκοτάδι, πού είναι η Μάνα Σου; Πού είναι η γυναίκα Σου; Η ζωή Σου; Αιώνες στον Σταυρό, μόνος και όλοι πάνω Σου. Κι εγώ ακόμα, να Σε μαχαιρώσω ήρθα». Σιώπησε και τον κοίταξε σαν να αποχαιρετούσε έναν φίλο. «Συγχώρεσέ με!» Του είπε. Τον φίλησε στο μάγουλο, έβγαλε ένα μαντήλι, σκούπισε το αίμα και τα δάκρυα από το πρόσωπο του Θεού και βγήκε έξω.

 



Ο συγγραφέας ετοιμάζει  το επόμενό του βιβλίο  με τίτλο  «Το ταγκό της βροχής», από τις εκδόσεις  «Γαβριηλίδης».
Ευχόμαστε να ανοίξει και κείνο τα φτερά του και να ταξιδέψει στις καρδιές όλων μας…


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια