«Το πέρασμα από το ποτάμι- οι δυό μοναχοί και η κλαίουσα γυναίκα»

«Το πέρασμα από το ποτάμι- οι δυό μοναχοί και η κλαίουσα γυναίκα»








Η παρακάτω ιστορία είναι μια ιστορία που μιλάει για τις άσχημες  σκέψεις και  σε όσους συνεχίζουν να  τις "κουβαλούν" μέσα τους,αναμασώντας εικόνες από το παρελθόν,  με παλιές εικόνες , που τοξινώνουν την ψυχή  με αρνητικότητα, πόνο,
θλίψη ,θυμό, κατάκριση ή οργή.
Ναι ιστορία ,που απευθύνεται σε όλους μας για να αφήνουμε πίσω κάθε τι με το παρελθόν και να μας κάνει  να ατενίζουμε το μέλλον με εμπιστοσύνη ,να εστιαζόμαστε στο παρόν,στο εδώ και τώρα στην Άγια εκείνη στιγμή, που υπάρχει μονάχα κατανόηση,αποδοχή και προπάντων Αγάπη άνευ όρων…
Ένα μάθημα ανθρωπιάς και ουσιαστικής ΑΓΑΠΗΣ…
Ας προχωρήσουμε όμως στην ιστορία:
Κάποτε ήταν δυό μοναχοί Ζεν που επέστρεφαν στο μοναστήρι τους.
Φτάνοντας στο ποτάμι, συνάντησαν μια γυναίκα γονατιστή που έλκαιγε γοερά.
Ήταν τόσο νέα και όμορφη!!!
 Ο πιο ηλικιωμένος μοναχός την ρώτησε:
«-Τι συμβαίνει;»
«-Πεθαίνει η μητέρα μου . Είναι μόνη της στο σπίτι, στην άλλη μεριά του ποταμού κι εγώ δεν μπορώ να τον διασχίσω. Προσπάθησα» συνέχισε η κοπέλα, «αλλά το ρεύμα με παρασύρει και δεν θα φτάσω ποτέ απέναντι δίχως βοήθεια... σκέφτομαι ότι δεν θα την ξαναδώ ζωντανή. Τώρα όμως, τώρα που ήρθατε εσείς, ίσως κάποιος από τους δύο σας μπορεί να με βοηθήσει να περάσω το ποτάμι...»
«Μακάρι να μπορούσαμε» είπε λυπημένος ο πιο νέος. «Όμως, ο μόνος τρόπος για να σε βοηθήσουμε είναι να σε πάρουμε αγκαλιά μέσα στο ποτάμι και η πίστη μας μας απαγορεύει να έχουμε κάθε επαφή με το άλλο φύλο, είναι απαγορευμένο... λυπάμαι.»
«Κι εγώ λυπάμαι» είπε η γυναίκα. Και συνέχισε να κλαίει.
Ο πιο γέρος μοναχός γονάτισε, έσκυψε το κεφάλι και είπε: «Ανέβα»
Η γυναίκα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όμως, πήρε αμέσως το μπογαλάκι με τα ρούχα της και καβάλησε στην πλάτη του μοναχού.  Με μεγάλη δυσκολία ο μοναχός πέρασε το ποτάμι, ενώ ο νέος τον ακολουθούσε.
Όταν έφτασαν στην άλλη όχθη, η γυναίκα κατέβηκε και πλησίασε το γέρο μοναχό για να του φιλήσει τα χέρια.
«Εντάξει, εντάξει» είπε ο γέρος τραβώντας τα χέρια του.  «Συνέχισε το δρόμο σου.»
Η γυναίκα έκανε μια υπόκλιση όλο ευγνωμοσύνη και ταπεινοφροσύνη, πήρε τα ρούχα της κι έτρεξε στο δρόμο προς το χωριό.
Οι μοναχοί, δίχως ν’ ανταλλάξουν λέξη, συνέχισαν την πορεία τους προς το μοναστήρι.  Είχαν ακόμα δέκα ώρες πορείας, λίγο προτού φτάσουν, ο νέος είπε στο γέρο: «Δάσκαλε, ξέρεις καλύτερα από μένα τι μας απαγορεύει ο όρκος της πίστης μας. Ωστόσο, κουβάλησες στην πλάτη σου εκείνη τη γυναίκα σε όλο το πλάτος του ποταμού.»
«Εγώ την κουβάλησα σε όλο το ποτάμι, πράγματι, εσύ όμως την κουβαλάς ακόμα επάνω στους ώμους σου;»
Πηγή:




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια