Με αφορμή την επέτειο γεννήσεως του μεγάλου Γερμανού ποιητή - δραματουργού - σκηνοθέτη- Μπέρτολτ Μπρεχτ 10 Φεβρουαρίου 1898, ας θυμηθούμε ,αποσπάσματα από το συγγραφικό του έργο:

Με αφορμή την επέτειο γεννήσεως του μεγάλου Γερμανού ποιητή - δραματουργού - σκηνοθέτη- Μπέρτολτ Μπρεχτ 10 Φεβρουαρίου 1898, ας θυμηθούμε ,αποσπάσματα από το συγγραφικό του έργο:




Η Λύση
Ύστερ΄ απ΄ την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός
έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης, και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια.
Δεν θα΄ ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον;

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μάριος Πλωρίτης


Στους μεταγενέστερους 
 
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας.Εκείνος που γελάει δεν έχει μάθει ακόμα τις τρομερές ειδήσεις.Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που είν' έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο, ξέκοψε πια ολότελα απ' τους φίλους του πού βρίσκονται σ' ανάγκη.Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.


Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ' ό,τι κάνω,
Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φάω ως να χορτάσω.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να μ' αφήσει, χάθηκα.)

Μου λένε: Φάε και πιες! Να 'σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πώς να φάω και να πιω, όταν το φαγητό μου τ' αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;Κι ωστόσο, τρώω και πίνω.
Θα 'θελα ακόμα να 'μουνα σοφός.Τ' αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:
Μακριά να μένεις απ' τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.Θεωρούν σοφό ακόμα το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν' ανταποδίνεις το καλό, να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς. Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί, βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.

Έτσι κύλησε ο χρόνος,που πάνω στη γη μου δόθηκε.Το ψωμί μου το 'τρωγα ανάμεσα στις μάχες.Για να κοιμηθώ, πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα.Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.

Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.
τον καιρό μου, οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.Λίγα περνούσαν απ' το χέρι μου. Όμως, αν δεν υπήρχα οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.

Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος βρισκότανε πολύ μακριά.Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα,ηταν σχεδόν απρόσιτος.Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.Εσείς, που θ' αναδυθείτε μέσ' απ' τον κατακλυσμό που εμάς μας έπνιξε, όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε σκεφτείτε και τα μαύρα χρόνια που εσείς γλιτώσατε  Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.Κι όμως το ξέραμε:

Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κι η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή.

Αλίμονο, εμείς
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε να 'μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν επιείκεια.
Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία.
Εσείς οί νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
Καί της καινούργιας χαραυγής πάνω στίς πολιτείες
Πού δέ χτίστηκαν ακόμα, καί σεις
Πού δέ γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
Τη φωνή τη δική μου, πού πέθανα
Όχι δοξασμένα.
‘Αλλά
Σάν τόν αγρότη πού δέν όργωσε τό χωράφι του
Καί τόν χτίστη πού ξετσίπωτα τό ‘βαλε στά πόδια
Σάν είδε την τρύπια στέγη,

Έτσι κ’ εγώ,
Δέ βάδισα μέ τήν εποχή μου, ξόδεψα τίς μέρες μου,
Καί τώρα πρέπει νά σας παρακαλέσω
Νά πείτε εσείς αυτά πού δέν ειπώθηκαν,
Νά κάνετε αυτά πού δέν έγιναν, καί μένα
Γρήγορα νά μέ ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Γιά νά μήν παρασύρει καί σας
Τό δικό μου κακό παράδειγμα.
Αχ, γιατί κάθισα στων στείρων τό τραπέζι
Τρώγοντας τό φαΐ
Πού αυτοί δέν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τά καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους
Άσκοπη κουβέντα. Έξω όμως
Διάβαιναν οι άδίδαχτοι
Διψασμένοι νά μάθουν.

Αχ, γιατί
Τά τραγούδια μου δέν υψώνονται στά μέρη εκείνα
Πού θρέφουν τίς πολιτείες, εκεi
Πού ναυπηγούνται τά καράβια;
Γιατί δέν υψώνονται
Απ’ τίς γρήγορες ατμομηχανές
Σάν τόν καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στόν ορίζοντα;

Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι σταχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι καί δημιουργικοί.
Ούτε μιά λέξη
Δέν ξέρω νά πω σέ σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μιά υπόδειξη δε θά μπορούσα νά σάς κάνω
Μέ δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς τό δρόμο νά δείξει
Αυτός πού δέν τόν διάβηκε!

Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δέ μένει
Παρά νά σας ζητήσω
Νά μή δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν άπό τό δικό μας
Σάπιο στόμα, μήτε καί συμβουλή
Καμιά νά μή δεχτείτε
‘Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
‘Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιό τό καλό γιά σάς καί τί σάς βοηθάει
Τόν τόπο νά χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Νά ρημάξει σάν τήν πανούκλα,
Καί γιά νά κάνετε τίς πολιτείες
Κατοικήσιμες.

Άλλαξε τον κόσμο, το’ χει ανάγκη
Mε ποιον δε θα καθόταν ο Δίκαιος
αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;
Ποιο γιατρικό θα ‘ταν πολύ πικρό
για τον ετοιμοθάνατο;
Tι βρωμιά δε θα ‘κανες
τη βρωμιά για να τσακίσεις;

Aν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν’ αλλάξεις, δεν θα
καταδεχόσουν να το κάνεις;
Ποιος είσαι;
Bυθίσου στο βούρκο
αγκάλιασε το φονιά, όμως
άλλαξε τον κόσμο: το ‘χει ανάγκη.
Xρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
Oργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάχτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.
Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Kατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Mονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.

***
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να ’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς ν’ αναρωτηθούν πού ’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν
Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί
Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το΄χε γράψει
Έπεσε κι όλας
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε
Να ο δρόμος για το μνήμα
Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ’ την πείνα
Στους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο
Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός
Νύχτα
Τ’ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά
Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται οδηγό
Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται πιλότο
Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-ξέρει να σκέφτεται
Μπέρτολντ Μπρεχτ-”Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου” (Ποιήματα του Σβέντμποργκ, 1939)
**

 Η αλληγορία του Μπέρτολντ Μπρεχτ
 «Άν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»
Αξίζει να παραθέσουμε και σε γραπτό λόγο, για όσους επιθυμούν να ανατρέχουν σε αυτήν, τούτη την εκπληκτική αλληγορία του Μπ. Μπρεχτ από το έργο του “Ιστορίες του Κυρίου Κόινερ”, σε ελληνική μετάφραση του Γ. Βελουδή:

«Άν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»,
 ρώτησε τον κύριο Κ., η κόρη της σπιτονοικοκυράς του,
“θα φερόντουσαν τότε καλύτερα στα μικρά ψαράκια;”.

“Βέβαια”, απάντησε αυτός, “αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκτιζαν στη θάλασσα γερά κουτιά για τα μικρά ψαράκια. Εκεί μέσα θα έβαζαν όλων των ειδών τις τροφές, φυτά και μικρά ζωάκια. Θα πρόσεχαν ώστε τα κουτιά να έχουν πάντα φρέσκο νερό, και θα έπαιρναν κάθε απαραίτητο μέτρο υγιεινής. Όταν, για παράδειγμα, κανένα ψαράκι θα πληγωνόταν στα πτερύγιά του, θα του τα έδεναν αμέσως, ώστε να μην πεθάνει μέσα στους καρχαρίες προτού να έρθει η ώρα του.

Για να μην είναι τα ψαράκια ποτέ λυπημένα θα γίνονταν μεγάλα πάρτυ στο νερό. Γιατί τα ευτυχισμένα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα λυπημένα.

Και, φυσικά, θα υπήρχαν και σχολεία στα μεγάλα κουτιά. Εκεί τα μικρά ψαράκια θα μάθαιναν πώς να μπαίνουν κολυμπώντας στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν, για παράδειγμα, γεωγραφία για για να μπορούν να βρουν τους καρχαρίες που θα τεμπέλιαζαν κάπου εκεί. Το κύριο μάθημα θα ήταν, φυσικά, η ηθική μόρφωση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν πως το σπουδαιότερο και το ωραιότερο πράγμα για ένα μικρό ψαράκι είναι να προσφέρει τον εαυτό του χαρούμενα, και πως όλα πρέπει να πιστεύουν στους καρχαρίες, και πάνω απ’ όλα όταν λένε πως θα φτιάξουν ένα ωραίο μέλλον. Θα τα μάθαιναν ότι το μέλλον τους είναι σίγουρο μόνο εφόσον μάθουν να υπακούουν. Και πως όλα πρέπει να αποφεύγουν όλες τις ταπεινές, υλιστικές και μαρξιστικές τάσεις και να πληροφορούν αμέσως τους καρχαρίες, αν κάποιο απ’ αυτά θα είχε τέτοιες τάσεις…

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’ εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θ’ απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα.

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε, βέβαια, και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίες εικόνες με δόντια καρχαριών, σε υπέροχα χρώματα, με τα στόματά τους και τους λαιμούς τους σα γνήσια γήπεδα όπου κανείς μπορεί να κυλιστεί και να παίξει. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν έργα με ηρωικά μικρά ψαράκια να κολυμπούν ενθουσιασμένα μέσα στο λαιμό των καρχαριών, και η μουσική θα ήταν τόσο όμορφη που θα οδηγούσε τα ψαράκια σαν σε όνειρο, και αυτά κάνοντας τις πιο όμορφες σκέψεις θα κυλούσαν μέσα στο λαιμό των καρχαριών.

Και θα υπήρχε, βέβαια, και θρησκεία που θα δίδασκε ότι η αληθινή ζωή αρχίζει ουσιαστικά μέσα στα στομάχια των καρχαριών. Και αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τότε τα μικρά ψάρια θα έπαυαν να είναι ίσα μεταξύ τους, όπως τώρα. Μερικά θα είχαν θέσεις και θα ήταν πιο πάνω από τα άλλα. Και τα μεγαλύτερα ψάρια θα είχαν δικαίωμα να τρώνε τα μικρότερα. Και αυτό θα ήταν υπέροχο για τους καρχαρίες, γιατί τότε θα μπορούσαν να καταβροχθίζουν ακόμα μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα πιο σπουδαία από τα μικρά ψάρια, αυτά που θα είχαν θέσεις, θα διάταζαν τα άλλα. Και θα γινόντουσαν δάσκαλοι, αξιωματικοί και μηχανικοί που φτιάχνουν κουτιά.

Με λίγα λόγια, θα μπορούσε να υπάρξει πολιτισμός στη θάλασσα μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι”.


                           

                             Διαβάστε περισσότερα  για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ
"Μετανάστες"
 Εγκώμιο στη Διαλεκτική


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια