Το παρακάτω παραμύθι που θα διαβάσετε φίλοι και φίλες,
είναι
διασκευή ενός γερμανικού μύθου από την Ελίζαμπεθ Χάρισον
με τίτλο:
«Ο μικρός Χριστός»
με τίτλο:
«Ο μικρός Χριστός»
Μια φορά και έναν καιρό , τη νύχτα της Παραμονής των Χριστουγέννων , ένα
μικρό παιδάκι περιπλανιόταν ολομόναχο στους δρόμους μιας μεγάλης πόλης. Ένα
σωρό άνθρωποι, κρατώντας στα χέρια τους δώρα , βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι
τους και στους δικούς τους, καθώς πλησίαζε η μέρα των Χριστουγέννων .
Τα λαμπάκια φεγγοβολούσαν στα παράθυρα των σπιτιών . Αλλά το μικρό παιδί
δεν είχε πουθενά να πάει . Κανείς δεν του έδινε σημασία, εκτός ίσως από την
παγωνιά , που δάγκωνε τα γυμνά του πόδια και έκανε τα χέρια του να τρέμουν.
Αλλά και ο βοριάς φαίνεται πως είχε προσέξει το παιδί , γιατί φυσούσε καταπάνω
του και διαπερνούσε τα κουρελιασμένα του ρούχα κάνοντάς το να τουρτουρίζει. Από
κάθε σπίτι που περνούσε το παιδάκι κοίταζε μέσα από τα παράθυρα και έβλεπε
χαρούμενα παιδιά να βοηθούν στο στολισμό των χριστουγεννιάτικων δέντρων για την
επόμενη ημέρα.
-Σίγουρα , μονολογούσε, αφού παντού υπάρχει τόση ευτυχία , κάπου θα
υπάρχει λίγη και για μένα.
Έτσι , με διστακτικά βήματα πλησίασε ένα μεγάλο σπίτι. Από τα παράθυρα
μπορούσε να διακρίνει ένα ψηλό χριστουγεννιάτικο δέντρο, γεμάτο φωτεινά
λαμπάκια. Πάνω του κρέμονταν ένα σωρό δώρα , ενώ τα πράσινα κλαδιά του ήταν
στολισμένα με χρυσαφί και ασημί μπάλες. Το παιδί προχώρησε με αργά βήματα ως το
κατώφλι του σπιτιού και χτύπησε απαλά την πόρτα.
Ύστερα από λίγο του άνοιξε ένας υπηρέτης. Κοίταξε το παιδάκι για μια
στιγμή και έπειτα, κουνώντας λυπημένα το κεφάλι του , είπε:
-Δεν υπάρχει εδώ δωμάτιο για σένα.
Έτσι το παιδάκι αναγκάστηκε να φύγει και να επιστρέψει στο κρύο και τη
σκοτεινιά.
Ο δρόμος γινόταν ολοένα και πιο κρύος και πιο σκοτεινός. Το παιδί
συνέχισε να περπατάει θλιμμένο μονολογώντας:
-Υπάρχει άραγε κανείς στην πόλη αυτή που θα ήθελε να γιορτάσει μαζί μου
τα Χριστούγεννα;
Συνέχισε να περιπλανιέται ως το τέρμα του δρόμου , όπου τα σπίτια δεν
ήταν τόσο μεγάλα .Σχεδόν μέσα σε κάθε σπίτι υπήρχαν παιδιά. Από κάθε παράθυρο
φαινόταν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο με όμορφες κούκλες και μπάλες και ένα
σωρό άλλα παιχνίδια κρέμονταν από τα κλαδιά του. Κάποια στιγμή το παιδάκι είδε
μέσα από ένα παράθυρο ένα μικρό αρνάκι , φτιαγμένο από απαλό άσπρο μαλλί. Ένα
από τα παιδιά το είχε κρεμάσει επάνω στο δέντρο. Ο μικρός περιπλανώμενος
στάθηκε μπροστά από εκείνο το παράθυρο και κοίταξε τα υπέροχα πράγματα που
βρίσκονταν μέσα στο σπίτι. Όμως το πιο όμορφο από όλα ήταν το άσπρο αρνάκι.
Τελικά σκαρφάλωσε στο περβάζι του παραθύρου και χτύπησε ευγενικά το τζάμι.
Ένα μικρό κοριτσάκι πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω, στο σκοτεινό
δρόμο , όπου το χιόνι είχε αρχίσει ήδη να πέφτει. Σαν αντίκρισε το παιδάκι
κατσούφιασε και κούνησε το κεφάλι της. Έτσι , το καημένο το παιδί επέστρεψε
ξανά στους κρύους, σκοτεινούς δρόμους.
Το παιδάκι συνέχισε να χτυπάει ευγενικά κάθε πόρτα ή παράθυρο που
συναντούσε , αλλά κανείς δεν του άνοιγε να μπει μέσα στο σπίτι.
Οι ώρες περνούσαν . Η νύχτα μεγάλωνε , το σκοτάδι πύκνωνε και το κρύο
γινόταν πιο τσουχτερό. Και το παιδάκι περιπλανιόταν όλο και πιο μακριά.
Πλέον δεν κυκλοφορούσε κανείς σχεδόν στους δρόμους της πόλης. Ώσπου, ξαφνικά,
είδε ακριβώς μπροστά του μια λαμπερή αχτίδα φωτός να φεγγοβολά μέσα στο
σκοτάδι. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του και το παιδάκι είπε:
– Θα πάω προς τα εκεί όπου φέγγει το φως και ίσως βρω κάποιους που να
θέλουν να περάσουν μαζί μου τα Χριστούγεννα.
Σύντομα έφτασε στο τέλος του δρόμου και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο όπου
ξεχυνόταν το φως. Ήταν ένα μικρό , απλό σπίτι. Και η έκπληξη του ήταν μεγάλη
όταν είδε πως το δυνατό εκείνο φως προερχόταν από ένα κερί μονάχα , που το
είχαν τοποθετήσει στο παράθυρο , μέσα σε μια κούπα με σπασμένη λαβή , σαν
χριστουγεννιάτικο ενθύμιο. Δεν υπήρχαν ούτε κουρτίνες, ούτε στόρια στο μικρό
παράθυρο, και έτσι το παιδάκι μπόρεσε να διακρίνει ένα κλαδί από
χριστουγεννιάτικο δέντρο που βρισκόταν πάνω σε ένα καθαρό ξύλινο τραπέζι. Το
δωμάτιο είχε λίγα έπιπλα, αλλά ήταν πεντακάθαρο. Κοντά στο τζάκι καθόταν μια
μητέρα με ένα μωρό στα γόνατα της και ένα κοριτσάκι δίπλα της. Τα δυο παιδιά
άκουγαν τη μητέρα τους που τους διηγούνταν μια ιστορία. Λίγα κούτσουρα έκαιγαν
στο τζάκι και τα πάντα φαίνονταν ζεστά και φωτεινά.
Ο μικρός περιπλανώμενος πλησίασε. Το πρόσωπο της μητέρας ήταν τόσο γλυκό
και τα παιδιά φαίνονταν τόσο αξιαγάπητα , που το αγόρι βρήκε το θάρρος και
χτύπησε την πόρτα. Η μητέρα σταμάτησε να μιλάει και τα παιδιά την κοίταξαν
ξαφνιασμένα.
-Τι ήταν αυτό, μητέρα; ρώτησε το κορίτσι.
-Νομίζω ότι κάποιος χτυπάει την πόρτα. Τρέξε γρήγορα να ανοίξεις. Κανείς
δεν πρέπει να μένει έξω στο κρύο τα Χριστούγεννα.
Το κοριτσάκι έτρεξε στην πόρτα και την άνοιξε. Η μητέρα είδε τον ξένο με
τα κουρελιασμένα ρούχα , που τουρτούριζε από το κρύο. Άπλωσε τα δυο της χέρια
και του έγνεψε να μπει στο σπίτι.
-Φτωχό μου παιδί , είπε τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του.
Είναι παγωμένος , παιδιά μου. Πρέπει να τον ζεστάνουμε.
-Και πρέπει να του προσφέρουμε, πρόσθεσε το κορίτσι , την αγάπη μας και
να γιορτάσουμε μαζί του τα Χριστούγεννα.
Η μητέρα κάθισε δίπλα στη φωτιά με το μωρό στην αγκαλιά και με τα χέρια
της άρχισε να τρίβει το μικρό αγόρι για να το ζεστάνει. Ίσιωσε τα ανακατεμένα
μαλλιά του παιδιού και το φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα αγκάλιασε και τα τρία
παιδάκια. Για μια στιγμή απόλυτη σιγή επικράτησε στο δωμάτιο , ώσπου το
κοριτσάκι είπε στη μητέρα του τρυφερά:
-Ας στολίσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο να δει πόσο όμορφο είναι!
-Ναι, είπε η μητέρα και πήγε να φέρει μερικά απλά στολίδια, που τα
φυλούσε τόσα χρόνια για το χριστουγεννιάτικο δέντρο των παιδιών της.
Η μητέρα και τα παιδιά άρχισαν να στολίζουν το δέντρο με τέτοιο ζήλο ώστε
δεν πρόσεξαν ότι ένα παράξενο και λαμπερό φως είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο.
Στράφηκαν και κοίταξαν προς τη φωνιά όπου καθόταν ο μικρός περιπλανώμενος. Τα
κουρελιασμένα του ρούχα είχαν δώσει τη θέση τους σε ρούχα όμορφα και λευκά. Τα
μαλλιά του έμοιαζαν με φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του. Αλλά το πιο υπέροχο
από όλα ήταν το πρόσωπό του , το οποίο έλαμπε τόσο πολύ , που σχεδόν τους
θάμπωνε.
Με ένα γλυκό και ευγενικό χαμόγελο το όμορφο αγόρι τους κοίταξε για μια
στιγμή και έπειτα αργά αργά άρχισε να αιωρείται και να ανεβαίνει ψηλά, πάνω από
τις κορυφές των δέντρων , πάνω από τα καμπαναριά , πιο ψηλά και από τα σύννεφα,
μέχρι που φαινόταν σαν ένα λαμπερό αστέρι ψηλά στον ουρανό . Ώσπου
εξαφανίστηκε.
Έκπληκτα τα παιδιά κοίταξαν με δέος τη μητέρα τους και το κοριτσάκι
ψιθύρισε:
-Ω ! Μητέρα, ήταν ο μικρός ο Χριστούλης .
Έτσι δεν είναι;
Έτσι δεν είναι;
Και η μητέρα απάντησε χαμηλόφωνα:
-Ναι.
Λέγεται ότι κάθε Παραμονή Χριστουγέννων ο μικρός Χριστούλης περιπλανιέται
σε πόλεις και χωριά και πως όσοι Τον δέχονται στο σπίτι τους και Του προσφέρουν
την αγάπη τους μπορούν να δουν το καταπληκτικό αυτό θαύμα.
πηγή:
Αγαπημένες Χριστουγεννιάτικες
ιστορίες
(εκδόσεις Μίνωας)
0 Σχόλια