Σαν σήμερα 29 Απριλίου του 1933 ,πεθαίνει ο μεγάλος Έλληνας ποιητής, Κωνσταντίνος Καβάφης!

Σαν σήμερα 29 Απριλίου του 1933 ,πεθαίνει ο μεγάλος Έλληνας ποιητής, Κωνσταντίνος Καβάφης!





Ποιητής της ελληνικής διασποράς, με παγκόσμια ακτινοβολία.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (29 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του μεγαλέμπορου βαμβακιού Πέτρου-Ιωάννου Καβάφη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του είχε ζήσει στην Αγγλία και ήταν κάτοχος βρετανικού διαβατηρίου.



Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, μέσα σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον με Γάλλο παιδαγωγό και Αγγλίδα τροφό. Με τον θάνατο του πατέρα του το 1870 αρχίζει η παρακμή της οικογένειάς του. Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του Χαρίκλεια Καβάφη (το γένος Φωτιάδη) υποχρεώνεται να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να μετακομίσει με τα παιδιά της, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Λίβερπουλ.

Στα έξι χρόνια της διαμονής του στην Αγγλία ο νεαρός Κωνσταντίνος θα μάθει σε βάθος την Αγγλική γλώσσα και θα καλλιεργήσει την έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα. Το 1878 η οικογένειά του αντιμετωπίζει εκ νέου οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της Κρίσης του 1873 και επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια. Ο δεκαπενταετής Κωνσταντίνος μελετά κατ’ οίκον και το 1881 συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό λύκειο Ο Ερμής, που ιδρύεται εκείνη τη χρονιά από τον Κωνσταντίνο Παπαζή.

Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά του θα μετακομίσει εκ νέου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων. Ο αγγλικός στόλος βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια και η οικία Καβάφη γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Η οικογένειά του θα φιλοξενηθεί επί τριετία από τον παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.

Την περίοδο της παραμονής του στην Πόλη εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του στην ποίηση. Η ατμόσφαιρα και το τοπίο της φαίνεται να τον εμπνέουν και αυτό διαπιστώνεται στα ποιήματά του Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884), Dünya Güzeli (1884), Νιχώρι (1885) και το πρώτο του πεζό Μια νυξ στο Καλντέρι (1884).

Πάντως, το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του γράφτηκε το 1882. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο Constantipoliad-En Epic (Κωνσταντινοπουλιάς - Ένα έπος), στο οποίο περιγράφονται οι προετοιμασίες για την αναχώρηση της οικογένειας από την Αλεξάνδρεια, το πολεμικό κλίμα των ημερών εκείνων και το ταξίδι ως την Κωνσταντινούπολη.

Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη μητέρα του και τα δυο αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.

Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά για τον Καβάφη. Εκδίδει το πρώτο αξιόλογο ποίημά του (Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του (Ολίγα περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής και δύο κείμενα για τα Ελγίνεια).

Από το 1893 έως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη (1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την εφημερίδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος τον χαρακτηρίζει «Σκεπτικιστής, φιλοσοφικός, μελαγχολικός, με ειρωνική πικρία». Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο.

Το 1899 φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Χαρίκλεια, την οποία υπεραγαπούσε. Είχαν προηγηθεί οι θάνατοι του παιδικού του φίλου Μικέ Ράλλη (1889), του αδελφού του Πέτρου-Ιωάννη (1891) και του παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη (1896).

To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό. Το 1904 θα γράψει ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Το 1905 επισκέπτεται για τρίτη φορά την Αθήνα για την κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου.

Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Λέψιους 10, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρό, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης και η Μυρτιώτισσσα.

Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη. Το 1914 γνωρίζεται με τον σπουδαίο Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ και συνδέεται μαζί του με φιλία. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φόρστερ θα συστήσει τον Καβάφη στο αγγλικό κοινό.

Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κατ’ άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως μετέπειτα γενικό κληρονόμο του. Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα», γράφει κάπου. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του, ο Τζον Καβάφης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής του έργου του.

Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ». Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του. Οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο. Ο Καβάφης δεν μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται σε τραχειοτομία στην Αθήνα.

Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του διαρκώς να χειροτερεύει. Στις αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο και στις 2 το πρωί της 29ης Απριλίου ο ποιητής αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών.
Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό από τον ίδιο:
«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα "Αναγνωρισμένα"), τα 37 "Αποκηρυγμένα" ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα "Κρυμμένα", δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 "Ατελή", που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.


Η Γλώσσα και η στιχουργική του Κων/ίνου Καβάφη.
Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή. Τo βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης.
Τα πιο χαρακτηριστικά από τα ποιήματά του είναι τα: Τα τείχη, Τα παράθυρα, Τρώες, Κεριά, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Ιθάκη, Θερμοπύλες, Φωνές, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον και η Η σατραπεία.
Είναι μακράν ο πιο γνωστός και πολυδιαβασμένος Νεοέλληνας ποιητής στο εξωτερικό (αλλά και στην Ελλάδα).

Λίγα λόγια για την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη:
Ο Καβάφης ήταν αυστηρός κριτής του εαυτού και του έργου του.
 Η ποίηση ήταν δοκιμασία, γι' αυτό και η κυοφορία κάθε ποιήματος ήταν εξαντλητική διαδικασία.
Δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια του έτους σπάνια ολοκλήρωνε πάνω από δύο ποιήματα! Όντας λεπτολόγος αποκήρυξε ουκ ολίγα ποιήματα, ενώ εφάρμοζε την πρακτικής της αυοέκδοσης. Τύπωνε τα ποιήματα του σε μονόφυλλα και ύστερα σε τεύχη και συλλογές. Ολιγογράφος, αλλά όπως τόνιζε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος “... το ποίημα αυτό είναι πολλάκις θαυμάσια μικρογραφία. Κλείνει μέσα του κόσμον ολόκληρον”. Στην ποίηση του Αλεξανδρινού δεν θα δούμε ομοιοκαταληξία, έμμετρες στροφές. Ο ίδιος έλεγε ότι η “ρίμα είναι δεσμός, αλλά είναι και ευκολία. Η ρίμα φέρνει κάποτε και μίαν ιδέαν”. Ο Καβάφης, σύμφωνα με τον Σεφέρη, είναι ένα όριο όπου η ποίηση απογυμνώνεται προσεγγίζοντας την πρόζα. Είναι -πάντα κατά τον Σεφέρη- ο περισσότερο αντι”ποιητικός” ή α-”ποιητικός”.
Ο Καβάφης πέτυχε αυτό που ήθελε. Να γίνει ποιητής-ιστορικός.
Δεν υποκρίθηκε  κάτι άλλο απ' αυτό που ήταν, να μην χαθεί μέσα στη συνήθεια, την πολλή συνάφεια του κόσμου... Δεν ευτέλισε τον βίο του, δεν τον μίκρυνε, δεν τον λέρωσε... Ο Καβάφης βρήκε την ομορφιά εκεί που ήθελε, την Ιστορία εκεί που ήθελε και έφτιαξε το δικό του, μοναδικό φιλοσοφικό υπόβαθρο. Τον Έρωτα τον αντιμετώπισε με σεβασμό, σαν κάτι αρχέγονο, γοητευτικό, μοναδικά αληθινό. Η αξιοπρέπεια του Καβάφη παροιμιώδης, η επιθυμία έντονη, άσβεστη και η ψύχραιμη ματιά καθαρή σαν κρύσταλλο. Ό,τι μας έμαθε και ό,τι μας έδωσε, ανεπαισθήτως μας βοήθησε να βγούμε από τα τείχη της ζωής μας.
Το έργο του είναι καμωμένο με τη λαϊκή σοφία των δημοτικών ασμάτων για τα οποία έγραψε αρκετά κείμενα. Μάλιστα, τις βιβλιοκρισίες του για τις συλλογές δημοτικών τις κατέτασσε στα τρία πεζά του. Σεβόταν απεριόριστα τον λόγο που τραγουδήθηκε και διαβάστηκε σε αυτά τα άσματα και σε ανθολογία δημοτικών τραγουδιών που συνέταξε για τον Εκπαιδευτικό Όμιλο Αιγύπτου, έγραψε: “Η γλώσσα μας όλο και αλλάζει. Παίρνει τύπους απ' την αρχαία, πλήθος λέξεις, και σε καινούργιους ξένους όρους δίδει την ιθαγένεια. Στα δημοτικά άσματα βλέπει το παιδί τι ήταν η γλώσσα πριν η επιρροή του νέου πολιτισμού έλθει επάνω της κ' επιβάλλει τες απαιτήσεις της. Βέβαια, δεν θα σκλαβωθεί σ' αυτήν την παλαιοτέρα μορφή της γλώσσας, μήτε θα την πάρει για απόλυτον υπόδειγμα ύφους. Αλλά θα ξέρει από πού ξεκίνησεν η σημερινή λαλιά. Και γνωρίζοντας το, θα χρησιμοποιεί ενίοτε -θα του έρθει φυσικά, δεν θα είναι ανάγκη να το επιβάλει στον εαυτό του- κάτι από την φρασιολογία των ασμάτων, κάτι απ' το λεκτικό των”.

Η ποίηση του όσο έγκυρη κι αν είναι, δεν στέκει απόμακρη και “άγια”. Εμφανίζεται πρόσφορη τόσο στην παρώδηση της, όσο και στη χρήση της ως πηγής εμπνεύσεως, ακριβώς εξαιτίας της ιδιοτυτπίας της, της πρόδηλα ξεχωριστής ταυτότητας της. Ούτε γλωσσικά ούτε θεματολογικά υπήρξε ουδέτερη, συνήθης ή “παραδοσιακή”. Κι αν η γλωσσική της ιδιομορφία διευκολύνει όσους Έλληνες επιθυμούν να την παρωδήσουν ή να τη μιμηθούν, οι αλλόγλωσσοι θα επιλέξουν ως πεδίο “αναπαράστασης” της τον ομοερωτισμό της ή/και την περιπλάνηση της στην ιστορία, βυζαντινή και ελληνιστική. Τον Απρίλιο του 1919 το καβαφικό έργο προβάλλεται για πρώτη φορά εκτός Ελλάδας και Αιγύπτου από τον άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαρν Φόρστερ, ο οποίος δημοσιεύει στο λονδρέζικο περιοδικό “The Athenaeum” το δοκίμιο “Η ποίηση του Κ.Π.Καβάφη”. Για την απήχηση της ποίησης του, ο Νάσος Βαγενάς σημειώνει ότι “δεν υπάρχει άλλος ποιητής στον αιώνα μας (20ο) που η ποίηση του να έχει εμπνεύσει τόσος ξένους ποιητές. Μαζί με τον Αργεντινό Μπόρχες και τον Πορτογάλο Πεσσόα είναι ένας από τους τρεις ποιητές της λογοτεχνικής περιφέρειεας που, παρότι δεν βρίσκονται εν ζωή, έχουν σήμερα παγκόσμια απήχηση και αποτελούν σημεία αναφοράς για την καλλιτεχνική ιδιοτυπία τους”. Το 1932 διαπιστώνεται ότι πάσχει από καρκίνο στον λάρυγγα.
Πεθαίνει  στις 29 Απριλίου 1933, ημέρα των γενεθλίων του.
Να θυμηθούμε τους πιο σημαντικούς στίχους του:
Για την ζωή:
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες την πολλή συνάφεια του κόσμου,
Μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες.

(από το «Όσο μπορείς»)

Για την Ψυχή:  
Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
Αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

(από την «Ιθάκη»)



Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

(από το «Απ’ τες εννιά»)



Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

(από την «Ιθάκη»)



Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

(«Περιμένοντας τους βαρβάρους»)


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ να πούνε.



Για το  καθήκον:

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες.




Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους….
Δεν έχει πλοίο για σε δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ,
σ’ όλη τη γη τη ρήμαξες.

(από το «Η πόλις»)

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη…
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

(από τα «Τείχη»)

   

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

(από το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»)


Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει.
Τον έπαινο του Δήμου και των σοφιστών,
Τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα εύγε.

(από το «Η Σατραπεία»)



Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.




Α βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων»
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!


   

Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει,
τι δύσκολο να μάθει της πενίας
την νέα γλώσσα και τους νέους τρόπους.




Και μες στη τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.



Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον, με την παράξενή του γλώσσα,
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.


   

Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.


 

Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.

(«Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής»)

   

Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή,
θανάσιμη βοή την σκάλα ν’ ανεβαίνει,
.............
γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη,
τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.


Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
..................
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.


Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
........
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.

(από το ποίημα «Φιλέλλην»)


το γήρασμα του σώματος και της μορφής
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι
εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως
που κάπως ξέρεις από φάρμακα…




Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.


   
Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά
να επέστρεφεν αξιεπαίνως ενθυμούμενος
τες οικογενειακές του παραδόσεις,
το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.


 

***
Για το Λογοτεχνικό περιβόλι© Πηγές: sansimera.gr,
-“Έλληνες Ποιητές”, εισαγωγή Παντελής Μπουκάλας [Εφ. Καθημερινή]
-Συζητώντας για τον Καβάφη με τον Ντάνιελ Μέντελσον [Lifo, Χρ. Παρίδης]
-Onassis Cavafy Archive [cavafy.onassis.org]

Πηγή:sansimera.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια