Τι σημαίνει η λέξη μαργώνω;
μαργώνω (να/δα μαργώσω, εμάργωσα,
μαργωμένος, μάργωμα)= 1) παύει να κυκλοφορεί το αίμα μου από το τσουχτερό κρύο,
παγώνω, ξεπαγιάζω, κοκκαλιάζω, ξυλιάζω. 2) (μτφ.) μουδιάζω, διστάζω, δεν
αποφασίζω.
Φρ. Ήθελα τ΄αμάξι μα εμάργωσα μος κι
ήκουσα την τιμή.
ΕΤΥΜ.αρχ.μάργος=μανιακός, μωρός+ώνω,
μάργ(ος)+ώνω-μαργώνω.
Αγάπησα ο άζουδος ένα κομμάτι χιόνι
να το φιλήσω δεν μπορώ, τ΄αχείλι μου
μαργώνει. Μ.Α.Μ.
(Στειακό Λεξιλόγιο-Γιάννης
Κριτσωτάκης)
Πηγή: kritikaepikaira.gr
0 Σχόλια