Απόσπασμα από το βιβλίο "Το Λιβυκό που με Βάφτισε" της Φωτεινής Γεωργαντάκη Ψυχογυιού.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Το Λιβυκό που με Βάφτισε" της Φωτεινής Γεωργαντάκη Ψυχογυιού.



Απόσπασμα από το βιβλίο της Φωτεινής Γεωργαντάκη - Ψυχογιού "Το Λιβυκό που με Βάφτισε" ,
Αφηγήματα -Στοχασμοί :

Πολύ πριν γεννηθώ,
ένιωθα το κύμα να σπα στην κουπαστή της μάνας,
τον αέρα να σφυρίζει όλες τις γαλανές νότες και τη θάλασσα,
ένα με τις έγκυες νύχτες του καταστρώματος.
Κείνη η γαλέρα που με κρατούσε γυμνή στα σκέλια της,
η ανάγκη της μητρότητας ήταν.
Θωπείες κι αγγίγματα με προστάτευαν.
Θυμάμαι τ’ αείφυλλα χέρια της, τις φυλλοβόλες λέξεις.
Μια – μια, έπεφταν στις φλέβες μου  και με μεγάλωναν.
Άκουγα τον απόηχο της αγάπης, τα σφιχταγκαλιάσματα
των νυχτερινών εφιδρώσεων, τη μόνιμη εκδοχή της ασφάλειας.
Βυθισμένη στην υγρή ευδαιμονία, αντιδρούσα στις παλμικές ανακοινώσεις.
Ήρεμες, σαν σταγόνες βροχής.
Άκουγα τα γέλια της παραλίας, τις συνευρέσεις των νερών.
Άκουγα, το πλατάγιασμα των κυμάτων στις ρωγμές των βράχων,
τ’ ανήλικα φύκια να συνδιαλέγονται με το βυθό, τις υπόγειες διαδρομές  του υδάτινου στίβου.
Ελάχιστα πριν γεννηθώ, ξεναγήθηκα στην κολυμπήθρα των όρμων.
Κει που κάνουν βόλτες οι καιροί κι αλλάζει σεντόνια η Ατλαντίδα.
Λίγο μετά την Πασχαλιά, ήρθα στον κόσμο.
Μια δρασκελιά απ’ το κύμα το σπίτι μου. Με το ασβεστωμένο πλινθόκτιστο
και τα ξύλινα πατζούρια του συνοικισμού.
Τόσο φως, δεν τo ξανάδαν τα μάτια μου. Ήλιος, θάλασσα, πινελιές γαλάζιου
                                                          η πρόσοψη.            
Είδα την κληματαριά, να χαιρετά τον ήλιο, τους ηλίανθους να υποκλίνονται στη μεγαλοσύνη του. Περίμενα καιρό να μεγαλώσουν οι χούφτες μου.
Στα τρίχρονα γενέθλια, ξεχώριζα τη φωνή και το χρώμα των καρπών τους.
Μεγαλώνοντας, άνοιγαν οι ορίζοντες του νου.
Έμαθα να ψαρεύω εποχές, να μαγειρεύω ελπίδες, να μπαινοβγαίνω στα λιμάνια των λέξεων.
Στα πολύτροπα ταξίδια της φαντασίας...
Διάβηκα τις λεωφόρους της γνώσης. Έλληνες και ξένοι διαπρεπείς. Όλοι εκεί.
Στο δικό μου πέλαγος, των τεχνών και των γραμμάτων.
Λιβυκό μου, πέλαγος της καρδιάς μου,
το τέλειωμα σου φιλά την ακτή της ψυχής μου, το τραγούδι σου ένα με την κάψα της έρημος, αφήνει σημεία αναφοράς στ’ αγέννητα μέλλοντα.
Σιμά στα καπρίτσια σου μαθητεύουν οι φάροι. Φανοί θυέλλης  με μόνιμη κάρτα παραμονής και παντοτινή άδεια κοινωφελούς έργου στις εκπομπές τους.
Κατευοδώνοντας ανατολές και ηλιοβασιλέματα, απαγγέλλουν Καββαδία
και μελοποιούν ποιητικά θαύματα.
Ο ενορχηστρωτής χρόνος, έφτιαχνε μουσικές περιπλανήσεις στην καμπύλη των νερών κανακεύοντας το θυμό τους.
Μετά από τόσους χειμώνες και τόσα ξώπλατα καλοκαίρια,
έχω στο χέρι το εισιτήριο της επιστροφής.
Η αριστερή πλευρά μου, παρήκμασε... Ώρα περισυλλογής και αναμνήσεων.
Μπροστά μου, ψέλνουν καλλίφωνοι εσπερινοί.
Το γνώριμο καλωσόρισμα της πούλιας
κι ένα περίεργο λάκτισμα δρομολογεί την αναχώρηση.
Τελευταία ματιά στη μέρα που χάνεται,
στο φεγγάρι που χλόμιασε στη μονιμότητα του γαλάζιου σαν άναβε τα φανάρια στο δρόμο μου.
Το  βαθύ μπλε που μ’ ανάστησε, δάκρυσε στην αγρύπνια της μάνας,
στο τελευταίο αντίο του δειλινού.
Ξάφνου, όλα έγιναν ουρανός. Όσο προχωρούσα, τόσο πιο έντονο και ρυθμικό γινόταν το πέταγμα... Τώρα, ξεχωρίζω το πρόσωπο, το χέρι που με κράτησε, το στήθος που με βύζαξε.
Ξέρεις κόσμε, εγώ δεν ήθελα να μπλεχτώ σε εξομολογήσεις, μα,
καθώς μπήκα στον αστερισμό της λήθης ήταν αναγκαίο μου είπαν.
......................
Άραγε θα μάθω ποτέ αν ακούστηκε η καληνύχτα μου;
Ακούστηκε πολύ! Ως τ’ ουρανού τ’ ακροκέραμα. Μου απάντησε της βροχής η στάλα και κύλησε κατά την παλάμη της γης.






Η φωτογραφία είναι η παραλία Κομός (ή Κομμός) και είναι από

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια