Η ιστορία της, το έθιμο και οι λόγοι που έχει μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που την αντίκρισα στο τραπέζι. Δεν θα πω ψέματα. Μου έμοιαζε σαν ένα μπολ από μύξα. Πράσινη, με τα συκωτάκια να επιπλέουν και με τα κόκκινα αβγά τριγύρω να πλαισιώνουν το πασχαλινό σκηνικό. Εκείνο το βράδυ δεν την έφαγα. Ακολούθησε ένα μακρύ λογύδριο από τον πατέρα μου, που όχι μόνο την υπερασπίστηκε μέχρι τελευταίας κουταλιάς, αλλά φρόντισε να με ενημερώσει για την ιστορική σημασία της και για το γεγονός ότι ήταν ένα φαγητό το οποίο γέννησε ο λαός μας μέσα στη φτώχεια. «Νομίζεις ότι απλά τους την έδωσε να βάλουν αντεράκια; Απλά δεν είχαν την πολυτέλεια να αγοράζουν κρέας και χρησιμοποιούσαν κάθε κομμάτι του αρνιού», συνήθιζε να λέει σχεδόν κάθε χρόνο.
Η πρώτη αγάπη
Η μεγάλη μέρα ήρθε στα 14. Μία ηλικία που αρχίζεις και σκέφτεσαι με πιο καθαρό κεφάλι την ατάκα «δοκίμασε πρώτα πριν απορρίψεις». Είχα σχεδιάσει όμως το παιχνίδι σωστά. Πριν την δοκιμάσω, ήθελα να δω την παρασκευή της. Αν αντίκριζα τις πρώτες ύλες ως έχουν, ίσως να μου φαινόταν λιγότερο αηδιαστικό και να μπορούσα να το φάω. Και τελικά έπραξα σωστά. Αρχικά, ξεκινήσαμε από την συκωταριά. Ο πατέρας μου ήθελε πάντα να την πλένει από νωρίς το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. «Θέλει χρόνο και ασχολία ακόμη και αν δεν ετοιμάζεις γαρδούμπες» λέει. Έπρεπε να φτάσουμε μέχρι την Βαρβάκειο για να αγοράσουμε την συκωταριά και το αρνί, αφού πρώτα ο πατέρας μου ζητούσε επίμονα να δει την γαλάζια σφραγίδα που δήλωνε πως το κρέας ήταν ελληνικό.
Αφού φτάναμε σπίτι η διαδικασία θα ήταν -σχετικά- απλή. Καλό πλύσιμο στα συκώτια, καλό κόψιμο σε μικρά κομμάτια και κάπως έτσι έβγαινε το 70% της μαγειρίτσας. Το πράσινο χρώμα της οφειλόταν στο μαρούλι και τον άνηθο. Και λίγο κρεμμύδι φυσικά για να νοστιμίζει περισσότερο. Και εκεί, κάπου πριν τα βεγγαλικά της Ανάστασης και πριν τα πρώτα «Χριστός Ανέστη», ξεκινούσε το βράσιμο.
Λατρεία μέχρι την τελευταία κουταλιά
Με τον καιρό έμαθα πως ο κύριος λόγος που ο λαός μας δημιούργησε την μαγειρίτσα, ήταν για το ομαλό πέρασμα από την νηστεία στην κραιπάλη της Κυριακής του Πάσχα. Η μεγάλη κατανάλωση κρέατος και ειδικά αρνιού μετά από αποχή 40 ημερών -όπως συνήθιζαν να κάνουν οι παλιοί- μπορεί να σου ανεβάσει σε τέτοιο σημείο την χοληστερίνη που να σε στείλει αδιάβαστο. Η μαγειρίτσα φρόντιζε να ετοιμάζει το στομάχι και τον οργανισμό, κάνοντας αυτό το πέρασμα λίγο πιο εύκολα. Τα αβγά φυσικά, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι λόγω του εθίμου. Αλάτι, πιπέρι και λίγο ψωμί.
Η πρώτη κουταλιά ήταν σαν αποκάλυψη. Τα καλομαγειρεμένα συκωτάκια με τη συνοδεία της χορτόσουπας, άφηναν μία ιδιαίτερη και ξεχωριστή γεύση στον ουρανίσκο. Ήταν σαν να ανακάλυπτες για πρώτη φορά την Coca Cola. Που θες να περιγράψεις σε κάποιον πόσο ξεχωριστή είναι η γεύση της, αλλά όλοι σε κοιτούν σαν τρελό γιατί το γνωρίζουν ήδη.
Αν ανακάλυψα κάτι, ήταν πως η μαγειρίτσα ήταν ένα εκλεκτό φαγητό. Ένα φαγητό για άρχοντες. Ίσως να έπαιζε ρόλο η ειδική προεργασία. Η προσοχή στη διαλογή της συκωταριάς. Στο γεγονός ότι χρειάζεται την ίδια λεπτομέρεια που χρειάζεται και ένα σουβλιστό αρνί για να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους. Ήταν όμως μία καθαρά αντρική σούπα. Που ερχόταν να διδάξει ότι εκτός από τις γαρδούμπες και τα κοκορέτσια που έχουμε συνηθίσει, η μαγειρίτσα είναι το κατεξοχήν φαγητό ενός κρεατοφάγου λίγο πριν το μεγάλο γλέντι της Κυριακής.
Πηγή:ratopack.gr
0 Σχόλια