Ο ζωγράφος Δομίνικος Παναγιωτόπουλος,ἐνῶ μιὰ ζωὴ ζωγράφιζε νεκρὲς φύσεις, λουλούδια σὲ βάζα κι ἄλλα τέτοια,μιὰ μέρα, ἔτσι, στὰ καλὰ καθούμενα,ἀποφάσισε νὰ ζωγραφίσει τὸ Θεό.
Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, ἀποφάσισε ἐπίσης πὼς ὅ,τι εἶχε ζωγραφίσει μέχρι τότε
ἦταν ἀνάξιο λόγου κι ἄξιο νὰ καεῖ.
Ἔριξε λοιπὸν στὴ φωτιὰ ὅλες τὶς νεκρὲς φύσειςκαὶ τὰ λουλούδια σὲ βάζα κι ὅλα τ’ ἄλλα σχετικά, ποὺ εἶχε φτιάξει,καὶ βάλθηκε νὰ σκέφτεται πῶς νὰ ζωγραφίσει τὸ Θεό.
Τὸ πρόβλημα δὲν ἦταν διόλου ἁπλό,γιατί ὁ Δομίνικος Παναγιωτόπουλος ἦταν καλὸς ζωγράφοςκαὶ δὲν τοῦ πήγαινε νὰ φτιάξει ἕναν ἀσπρομάλλη γέρο σὰν τὸν Ἄϊ Βασίλη ἢ κάτι τέτοιο.
Ἔμενε λοιπὸν σιωπηλός, μέρες ἀτέλειωτες, μπροστὰ στὴν κάτασπρη, λεία ἐπιφάνεια
τοῦ στοκαρισμένου μουσαμά του, μὲ μιὰ μόνο σκέψη νὰ γυρίζει μέσα στὸ μυαλό του:
«Πῶς εἶναι ὁ Θεός;»
Οἱ μέρες ἔγιναν μήνας κι ὁ μήνας μῆνες κι ὁ Δομίνικος δὲν ἔλεγε νὰ κουνήσει ἀπ’ τὴ θέση του, δὲν ἔλεγε νὰ βάλει ἄλλη σκέψη στὸ μυαλό του.
Τὸ φαΐ ποὺ τοῦ ‘φερνε μιὰ γριὰ γειτόνισσα ἔμενε σχεδὸν ἀνέγγιχτο.
Οἱ φίλοι του, καφενόβιοι καλλιτέχνες, ὅπως ἄλλωστε ἦταν κι ὁ ἴδιος κάποτε,
τὸν ἔχασαν ἀπ’ τὶς παρέες τους.
Ἕνας δεσμός, ποὺ πιθανὸν νὰ ὁδηγοῦσε στὸ γάμο, διαλύθηκε. Ἀκόμα κι ἡ γριὰ γειτόνισσα, ποὺ τὸν φρόντιζε, σταμάτησε στὸ τέλος νὰ πηγαινοέρχεται, γιατί φοβήθηκε πὼς τοῦ ‘χε στρίψει καί, ποτὲ δὲν ξέρεις τί γίνεται μ’ αὐτοὺς τοὺς τρελοὺς καλλιτέχνες.
Μιὰ μέρα, ἕνας ζητιάνος χτύπησε τὴν πόρτα του.
Μὴν παίρνοντας ἀπάντηση καὶ βρίσκοντας ξεκλείδωτα, μπῆκε κι εἶδε τὸ Δομίνικο νὰ κάθεται, μὲ τὴν πλάτη γυρισμένη πρὸς τὴν πόρτα, ἀκίνητος μπροστὰ στὸ καβαλέτο του.
«Ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δίνει χρόνια, παλικάρι μου», εἶπε ο ζητιάνος, «δῶσε μου μιὰ βοήθεια».
Στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης Θεός, ὁ Δομίνικος βγῆκε ἀπ’ τὸν ἱερό του λήθαργο καὶ στράφηκε πρὸς τὸ γέρο.
«Ἔχεις δεῖ ποτὲ τὸ Θεό;» ρώτησε.
«Συνέχεια τὸν ἔχω ἐμπρός μου», ἀπάντησε ὁ ζητιάνος.«Ἀκόμα καὶ τούτη τὴ στιγμὴ πού σου μιλῶ τὸν βλέπω,γιατί ὁ Θεὸς εἶναι τὰ πάντα».
«Τὰ πάντα…», ἐπανέλαβε σὰν ἠχὼ ὁ Δομίνικος.
«Ναί, τὰ πάντα», ξανάπε ὁ ζητιάνος.«Εἶναι μαχαίρι καὶ ἀρνὶ καὶ πυρκαγιὰ καὶ δάσος καὶ ἔρημος καὶ ποταμὸς καὶ σύννεφο καὶ γῆ καὶ κόκαλα γυμνὰ καὶ γυμνὸ κορμί… Τὰ πάντα».
«Εἶσαι ζητιάνος ἢ σοφός;» ρώτησε, γεμάτος θαυμασμό, ὁ Δομίνικος.
«Εἶμαι Θεός», ἀποκρίθηκε ὁ ζητιάνος.
Ὁ Δομίνικος πετάχτηκε τότε ἀπ’ τὴ θέση του κι ἔπεσε στὰ γόνατα νὰ προσκυνήσει ἐκεῖνον ποὺ τόσον καιρὸ ἔψαχνε τὴ μορφή του.
Ὁ ζητιάνος γέλασε καλοσυνάτα. «Δὲν εἶπα ὁ Θεός», εἶπε, «εἶπα Θεός, ὅπως Θεὸς εἶσαι κι ἐσὺ καὶ οἱ μπογιὲς καὶ τὰ πινέλα σου.Δέ σοῦ ‘πα ὅτι τὰ πάντα εἶναι Θεός;
Σήκω τώρα καὶ δῶσε μου μιὰ βοήθεια,γιατί ἔχω τρεῖς μέρες νὰ βάλω Θεὸ στὸ στόμα μου».
Ὁ Δομίνικος ὑπάκουσε κι ὁ ζητιάνος ἔφυγε εὐχαριστημένος.
Ὅταν ξανάμεινε μόνος, ὁ Δομίνικος ἄρχισε νὰ κλαίει.
Δὲν ἔκλαιγε ἀπὸ ἀπελπισία οὔτε ἀπὸ χαρά,δὲν καταλάβαινε κὰν ὅτι ἔκλαιγε.
Τὰ δάκρυα ἀνάβλυζαν μόνα τους ἀπ’ τὰ μάτια του.
Ἀπὸ τότε, ὁ Δομίνικος ξανάρχισε νά ζωγραφίζεινεκρὲς φύσεις καὶ ζωντανὲς
κι ὅ,τι ἄλλο τοῦ ‘ρχότανε στὸ νοῦ νὰ ζωγραφίσει καὶ ποτὲ δὲν ξανάκαψε τίποτα, γιατί τὰ πάντα ἦταν τώρα Θεός.
Αργύρης Χιόνης
0 Σχόλια