Αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική




Η Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη είναι  ένα από τα βιβλία ,που όσες φορές και να το διαβάσω δονεί την ψυχή μου…
Ένα διαχρονικό βιβλίο, βαθύτατα φιλοσοφικό,που  αποτελεί το απόσταγμα όχι μόνο του έργου του, μα και της  ίδιας της βιοθεωρίας του.
Κείμενο βαθυστόχαστο και με ύφος λυρικό, η Ασκητική αποτελεί σίγουρα ένα μεγάλο έργο, που αναγνωρίστηκε από πολλούς σπουδαίους ανθρώπους... 
Μια ελβετική εφημερίδα έγραψε πως η Ασκητική είναι «το κατά Καζαντζάκην ευαγγέλιο». Ο ίδιος ο δημιουργός της έγραψε ότι η Ασκητική είναι «η πιο σπαραχτική Κραυγή τής ζωής του» και ότι όλο το έργο του είναι σχόλιο στην Κραυγή αυτή. 
Ο Καζαντζάκης  άρχισε να γράφει το βιβλίο «Ασκητική» το 1922  στη Βιέννη και την τελείωσε στο Βερολίνο το 1923.
 Γράφει στην πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια Καζαντζάκη στις 9 Αυγούστου: «Βιάζομαι να τυπώσω ό,τι έχω γράψει ως τώρα για να μπορώ να δοθώ όλος σ' ένα νέο έργο, καθαρά θεολογικό μου. Εχω ήδη διαγράψει το σκελετό του και θα 'ναι πολύ δύσκολο» 
(Επιστολές προς τη Γαλάτεια, Δίφρος, Αθήνα 1958).
 Όπως συνήθιζε στα έργα του, της επέφερε αλλαγές (διορθώσεις, ανακατατάξεις, προσθαφαιρέσεις), με αποκορύφωση την προσθήκη τού "τελευταίου" κεφαλαίου της, με τίτλο «Η Σιγή», που το έγραψε στο Μπέκοβο το 1928, «σ’ ένα θαμαστό δάσος έλατα, μια ώρα μακριά από τη Μόσχα», και το τελείωσε «στις παγωμένες στέπες τής Σιβηρίας» το 1929: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο: "Σιγή" - μπόμπα που ανατινάζει όλη την "Ασκητική". Μα σε λίγων ανθρώπων την καρδιά θα εκραγεί».

Η έκδοση της "Ασκητικής" το 1927 στην Αθήνα προκάλεσε μεγάλο σάλο. Ο συγγραφέας ένιωσε πως λίγοι την κατάλαβαν. Στα τέλη τού έτους έγραψε στην Ελένη του: «Η "Ασκητική" είναι μια φοβερή, αιματερή κραυγή, που θ' ακουστεί μετά το θάνατό μου. Τώρα οι άνθρωποι καταλαβαίνουν μονάχα την ποιητική φόρμα. Μα μέσα στις παρομοίωσες αυτές και στις λυρικές φράσες αναπηδά φλογερή, πάνοπλη, πέρα από απελπισία κι ελπίδα, η μελλούμενη όψη τού Θεού».
Το 1930, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Δημήτρης Γληνός παραπέμπονται σε δίκη, ο πρώτος γιατί έγραψε το... «ασεβέστατο» αυτό βιβλίο και ο δεύτερος γιατί δημοσίευσε στο περιοδικό του Αναγέννηση την «άθεη παλιοφυλλάδα» Ασκητική. Η δίκη τελικά δεν έγινε, αλλ’ η εκκρεμότητά της βάραινε πάνω από τα κεφάλια τους για τέσσερα χρόνια.
Ο Καζαντζάκης έκανε και νέες διορθώσεις της "Ασκητικής" (π.χ. το 1938, αλλά και αργότερα). Το 1944 τη διόρθωσε για άλλη μια φορά και έτσι έγινε η δεύτερη έκδοσή της, τον Δεκέμβριο του 1945. 
Ο λατινικός τίτλος "Salvatores Dei" σημαίνει: Σωτήρες του Θεού. Σύμφωνα με την "Ασκητική", ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον Θεό, αλλά και ο Θεός έχει ανάγκη τον άνθρωπο, για να στερεωθεί. Στερεώνοντας, όμως, τον Θεό, που κρύβεται μέσα σε κάθε ιδέα, όπως μέσα σε σάρκα, στερεώνουμε και την ψυχή μας και συμβάλλουμε, σε συνεργασία και με τη φύση, στη δημιουργική εξέλιξη και ανέλιξη του κόσμου. Ιδέες, αξιώματα, θεωρήματα της Ασκητικής είναι εγκατεσπαρμένα στο σύνολο του έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Αποτελούν τη βιοθεωρία του, τη φιλοσοφία τής ζωής του.
Το βιβλίο μεταφράσθηκε και εκδόθηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και χώρες και αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Καζαντζάκη διεθνώς. Το 1930 ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig) έγραψε στον Νίκο Καζαντζάκη ότι η "Ασκητική" ανήκει σε όλο τον κόσμο. Ο ελληνιστής Οκτάβιος Μερλιέ (Octave Merlier), που έγραψε μακράν Εισαγωγή στη γαλλική έκδοσή της το 1951, θεωρεί την "Ασκητική" ως το μεγαλύτερο μεταφυσικό ταξίδι.


Και μόνο για τα ερωτήματα που θέτει, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή όχι με τις απαντήσεις που δίνονται, αξίζει να διαβαστεί, για να αφυπνίσει και να προβληματίσει.



Προσωπικά πάντα με προβλημάτιζαν διάφορες φράσεις του Καζαντζάκη που είναι ευρύτατα γνωστές, όπως η φράση που παρήγγειλε να γράψουν στον τάφο του: "Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος", αλλά και η πνευματική του αναζήτηση. Μέσα στην Ασκητική πήρα τις απαντήσεις που έψαχνα.


Ας μοιραστούμε μαζί μερικά από τα αποφθέγματά του:


ΔΥΟ ΦΩΝΕΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΠΑΛΕΥΟΥΝ. O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο;». Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου. Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: «Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!» 
ΔΕ ΖΥΓΙΑΖΩ, ΔΕ ΜΕΤΡΩ, ΔΕ ΒΟΛΕΥΟΜΑΙ! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι. Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; ΝΑΙ, ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, δεν είναι ο άνθρωπος. Έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της. ΑΣ ΕΝΩΘΟΥΜΕ, ΑΣ ΠΙΑΣΤΟΥΜΕ ΣΦΙΧΤΑ, ΑΣ ΣΜΙΞΟΥΜΕ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ, ΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα! 
Ν’ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω. Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. Να ζητάς συντρόφους! 
ΝΑ ‘ΣΑΙ ΑΝΗΣΥΧΟΣ, ΑΦΧΑΡΙΣΤΗΤΟΣ, ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΣ ΠΑΝΤΑ. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση. 
ΠΟΥ ΠΑΜΕ; ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε! 
ΣΚΥΒΩ ΚΙ ΑΦΟΥΓΚΡΑΖΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥΤΗ ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΣΩΘΙΚΑ ΜΟΥ. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του. 
Η ΚΡΑΥΓΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΣΟΥ. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ. ΑΟΡΑΤΑ ΜΥΡΙΑΔΕΣ ΧΕΡΙΑ ΚΡΑΤΟΥΝ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου• όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται• όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου. 
ΜΑ ΕΣΥ ΝΑ ΞΕΔΙΑΛΕΓΕΙΣ. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματού σου και ποιος ν’ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα. Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα οδέψει ο ποταμός των απόγονων.
 ΌΤΑΝ ΦΟΒΑΣΑΙ, Ο ΦΟΒΟΣ ΔΙΑΚΛΑΔΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΕΣ ΓΕΝΕΕΣ και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει. 
ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΛΥΠΗΣΟΥ ΤΟΥΣ. Κοίταξε τον εαυτό σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε, φωνάζουμε βοήθεια! 
ΤΡΕΧΟΥΜΕ. ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΩΣ ΤΡΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε. Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπό μας, μια στιγμή, φωτίζεται. Μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.
 Η ΚΑΡΔΙΑ ΣΜΙΓΕΙ Ο,ΤΙ Ο ΝΟΥΣ ΧΩΡΙΖΕΙ, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη. 
ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια