Άγγελος Σικελιανός Βιογραφικά στοιχεία και αντιπροσωπευτικά ποιήματά του

Άγγελος Σικελιανός Βιογραφικά στοιχεία και αντιπροσωπευτικά ποιήματά του








Σαν σήμερα  19 Ιουνίου  του 1951 ξεκίνησε το ταξίδι του για την Αθανασία,  σε ηλικία μόλις 67 ετών ,ο μεγάλος μας ποιητής Άγγελος Σικελιανός,ο οποίος ήταν  ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης του 20ου αιώνα ο οποίος προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1949).
Όλα του τα ποιήματα διακατέχονται από έντονο λυρισμό και ένα ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
Το μεγάλο όραμα του Άγγελου Σικελιανού και της πρώτης του γυναίκας   Εύας Πάλμερ, ήταν η αναβίωση της Δελφικής Ιδέας. 


Ήθελαν να ξαναγίνουν οι Δελφοί, ο «ομφαλός της γης», το κέντρο μιας παγκόσμιας αμφικτυονίας, όπου το πνεύμα του αρχαίου Ελληνισμού μέσα από την αναβίωσή του θα μπορούσε να επανενώσει το παγκόσμιο πνεύμα.
Οι Πρώτες Δελφικές Εορτές έγιναν το 1927 και κράτησαν μόνο δύο ημέρες. Περιελάμβαναν παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, γυμνικούς αγώνες, λαϊκούς χορούς κι έκθεση λαϊκής τέχνης. Το 1930 έγιναν και Δεύτερες Δελφικές Εορτές που επιχείρησαν την αναβίωση του αρχαίου τρόπου διδασκαλίας. Η μουσική, που συνόδευε τα χορικά, βασιζόταν στο βυζαντινό μέλος. Τις ενδυμασίες είχε υφάνει η ίδια η Εύα Σικελιανού πάνω σε πρότυπα λαϊκής τέχνης.Η απήχηση των Εορτών ήταν μεγάλη. Έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από τους διανοούμενους και τους λάτρεις του Ελληνικού πνεύματος που ήρθαν από την Ευρώπη. Κάποιοι ωστόσο αμφισβήτησαν την προσπάθεια και τα κίνητρά της. Οι κριτικές ήταν ή ενθουσιώδεις ή εντελώς αρνητικές. Έτσι οι Δελφικές γιορτές δεν μπόρεσαν να συνεχιστούν. Παρά τη λαμπρή τους επιτυχία το ζεύγος Σικελιανού καταστράφηκε οικονομικά



το οποίο χωρίζει το 1934. Έξι χρόνια αργότερα, ο Σικελιανός ξαναπαντρεύεται με την Άννα Καμπανάρη-Καραμάνη.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά το 1943. Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ

  Ας δούμε ένα πολύ εδιαφέρον Βίντεο για τον  Άγγελο Σικελιανό:



 
Ας κοινωνήσουμε τους στίχους του:



«Τ Πανανθρώπινο μβατήριο τς λλάδας»
μπρός! Μ ρθή, μεσούρανη
τ
ς Λευτερις τ δδα,
νοίγεις δρόμο, λλάδα,
στ
ν νθρωπον ... μπρός!
ρμνε πρτοι ο λληνες
κι
λοι ο λαο σιμά Σου
-μεγάλο τ
᾿ νομά Σου-
βροντοφων
ν: «μπρός,
» μπρός, ν γίνουμε τρανς
στρατ
ς πο θ νικήσει,
σ
᾿ νατολ κα Δύση,
τ
μαρο φίδι μπρός,
» μπρός, κ᾿ λλάδα σκώθηκε
κα
διασκορπάει τ σκότη!
νάστα, νθρωπότη,
Κι
κλούθα την ... μπρός!»


«ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ»
(1915)
Στ ρόδινα μάκαριο φς, νά με, νεβαίνω τς αγς,
                    μ
σηκωμένα χέρια,
θεία γαλήνη μ καλε το πέλαου, τσι γι ν βγ
                    πρ
ς τ γαλάζια αθέρια·
μ ξαφνες πνος τς γς πο μς στ στήθια μου χυμν
                    κι
κέρια με κλονίζουν!
Δία, τ πέλαγο εν᾿ βαρ κα τ λυτά μου τ μαλλι
                    σ
πέτρες μ βυθίζουν!
Αρες τρεχάτε - Κυμοθόη, Γλαύκη,- λτε πιάστε μου
                    τ
χέρια π᾿ τ μασκάλη.
Δ
πρόσμενα τσι μονομις παραδομένη ν βρεθ
                    μ
ς στο λιου τν γκάλη...

«ᾨδ  Σ᾿ να Χαμένον ρωτα»

νας χλωμς λιος φάνηκες
κα
σκόρπισες θαμπν αγ
νάμεσα π᾿ τ᾿ χν σύννεφα
πο
τ κορμάκι σου εχε βγε.
Τ φτερουγάκια σου νασήκωσες,
τ
᾿ λαφροκίνησες λευκά,
σ
γι ν διώξεις κάποιον νειρο
κι
πειτα πάνω τους γλυκ
τ λόξανθα μαλλάκια κούμπησες.
Μ
πρν ρχίσει ν φυσ,
π᾿ τ ματάκια σου πως τά κλεισες
πρώτη στάλαξε δροσιά.
Κι πως τ σύννεφα σ ζώσανε
πυκνά, μ
ργότατη σιωπ
χάθηκες τ πρώτη χύνοντας
μ
τ φτερούγισμα, στραπή.
«ᾨδ στ Μακρυγιάννη»
Χαρ σ κειν πο πρωτοσήκωσε
π᾿ τς σκόνες σκεπασμένο, τ δίστομο σπαθ το λόγου σου
στ
ν λιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ πάνω κα στς δυ πλευρς γραφή
π᾿ τ μιά, τ λόγια ατά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τ
λευτεριά μας τούτη δν τν βραμε στ δρόμο,
κα
δ θ μπομε εκολα στο αγο τ τσόφλι,
γιατ
δν εμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ ατ ν ξαναμπομε πίσω,
μ
γίναμε πουλι κα τώρα πι στ τσόφλι δ χωρομε».
Κι᾿ π᾿ τ δεύτερη πλευρά, γραφ λλη χαραγμένη:
«
πάνω στν λήθεια μου κόμα κα τ θάνατο τν δέχομαι
τ
ς τόσες φορς τν θάνατο ζύγωσα, δερφοί μου κα δ μ πρε,
πο
γι τοτο τ θάνατο καταφρον,
κι
πάνω στν λήθεια μου πεθαίνω».
Χαρ σ κειν πο πρωτοσήκωσε π᾿ τ χμα ατν τ σπάθα
κα
τέτοια διάβασε πάνω της βαγγέλια.


«Γιατ βαθιά μου δόξασα»
Γιατ βαθιά μου δόξασα κα πίστεψα τ γ
κα
στ φυγ δν πλωσα τ μυστικ φτερά μου,
μ
λάκερον ρίζωσα τ νο μου στ σιγή,
ν
πο κα πάλι ναπηδ στ δίψα μου πηγή,
πηγ
ζως, χορευτικ πηγή, πηγ χαρά μου...
Γιατ ποτ δ λόγιασα τ πότε κα τ πς,
μ
βύθισα τ σκέψη μου μέσα στν πάσαν ρα,
σ
μέσα της ν κρύβονταν μέτρητος σκοπός,
ν
τώρα πού, καλοκαιρι τριγύρα μου ετε μπόρα,
λάμπ
᾿ στιγμ λοστρόγγυλη στ νο μου σν πώρα,
βρέχει
π᾿ τ βάθη τ᾿ ορανο κα μέσα μου καρπός!...
Γιατ δν επα: «δ ζω ρχίζει, δ τελειώνει...»
μ
«ν εν᾿ μέρα βροχερή, σέρνει πι πλούσιο φς...
μ
κι σεισμς βαθύτερη τ χτίση θεμελιώνει,
τ
ζωντανς παλμς τς γς πο πλάθει εναι κρυφός...»
ν
πού, ,τι στάθη φήμερο, σ σύγνεφο ναλιώνει,
ν
πο μέγας Θάνατος μο γίνηκε δερφός!...
(π τν Λυρικ Βίο, B, καρος 1966)
«Ὕμνος το μεγάλου Νόστου»
1939
Νυχτις φέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου ρραβώνα·
                    πι
σκοτειν βουνά,
πο
πρωτοδιάβαινα βουβς τ᾿ μπέλια, σμε τ γόνα
                    κι
ς τ λαιμ τρανά·
πο διάβαινα, λο διάβαινα, σν σιγ εχε πέσει
                    στ
ξύλα το δρυμο,
σν λάφι θεόρατο πο κολυμπάει στ μέση
                    μεγάλου ποταμο
...
, ποι παλμν κοίμητο τ φρένα μου σηκνα
                    στ
τρίσβαθα το νο,
μ
τ βουβή τους μίμηση μπρς στν βουβν εκόνα
                    το
κάταστρου ορανο!
λυμπος πι χεροπιαστς τριγύρα μου εχε νθίσει,
                    καί, λάτρα σιωπηλή,
σ
᾿ λα τ μέλη μου στραφτε τ μυστικ μεθύσι
                    μι
κρύφια νατολή...
γρυπνη βίγλα κράταγε, πολ ψηλ ναμμένη,
                    το
πόθου μαντικ
φωτιά, κα
γύρα μία γενι θεν συμμαζεμένη
                    μ
κοίταε σκεφτική...
Σν λικη πανσέληνο στ κορφοβούνια πάνω
                    προβαίνει
ργή, τρανή,
στ
πορφυρν εκόνισμα το πόθου μου τ πλάνο
                    βαφόνταν ο
ορανοί.

«Στον Παλαμά»
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου...
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλει, τί κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα συ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
ήρως τη πήρε και την ύψωσε στ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι επάνω από μας
που τον ύμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου...
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως μες στ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.
Τί πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτή την ώρα.
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την 'Αγια δέχονται ψυχή τη τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτή με μίαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεους για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια